Μέλισσα
Η μέλισσα είναι έντομο από την τάξη υμενόπτερα που θεωρείται από όλα γενικά τα έντομα το πιο σπουδαίο από οικονομικής άποψης για τον άνθρωπο.
Η μέλισσα ζει στη Γη το λιγότερο 15 εκατομμύρια χρόνια και θεωρείται από τους πιο παλιούς κατοίκους της, που εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Είναι από τα ελάχιστα είδη των εντόμων που ο άνθρωπος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί, βλέποντας ότι θα είχε κάποιο οικονομικό όφελος. Η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου να εξημερώσει τη μέλισσα δεν είναι νέα. Υπάρχει μια σπηλαιογραφία στην Μπικόρπ της Ισπανίας, ηλικίας τουλάχιστον 15.000 χρόνων, όπου εικονίζεται ένας άνθρωπος που προσπαθεί να πάρει μέλι από μελίσσι.
Οι μέλισσες ανήκουν στην κατηγορία των εντόμων που παρουσιάζουν σαφή ιεράρχηση και ζουν σε μεγάλες οικογένειες, μέσα σε κυψέλες. Σε κάθε οικογένεια υπάρχει μια "βασίλισσα", που έχει σαν μοναδική αποστολή να εξασφαλίζει τον πολλαπλασιασμό της οικογένειας. Η οικογένεια έχει ακόμη μερικούς αρσενικούς, τους κηφήνες, που προορίζονται να γονιμοποιήσουν μόνο μια φορά τη βασίλισσα και στη συνέχεια να πεθάνουν. Τέλος κάθε οικογένεια αποτελείται από μερικές χιλιάδες θηλυκές μέλισσες, που είναι στείρες και λέγονται "εργάτριες". Οι εργάτριες, που αποτελούν και το βασικό πληθυσμό, έχουν πολλές και σύνθετες αποστολές, αρχίζοντας από τη δημιουργία αποθεμάτων τροφών, μέχρι τη φύλαξη της κυψέλης και την περιποίηση των μικρών.
Η βασίλισσα, ο κηφήνας και η εργάτρια ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά μεταξύ τους. Η εργάτρια είναι πιο μικρή και από τον κηφήνα και από τη βασίλισσα, και πιο αδύνατη. Η βασίλισσα έχει μεγαλύτερο μήκος, ενώ ο κηφήνας είναι κοντός, χοντρός και πιο σκούρος. Ο κηφήνας δεν έχει κεντρί, σε αντίθεση με τις εργάτριες και τη βασίλισσα που έχουν. Οι βασίλισσες το χρησιμοποιούν μόνο ενάντια σε άλλες βασίλισσες και αυτό δεν αποκολλάται από το σώμα τους όπως συμβαίνει με τις εργάτριες. Οι εργάτριες και οι βασίλισσες προέρχονται από γονιμοποιημένα αυγά. Αντίθετα, οι κηφήνες προέρχονται από αυγά μη γονιμοποιημένα. Έτσι, από το ίδιο αβγό είναι δυνατό να δημιουργηθεί βασίλισσα ή εργάτρια. Η διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής διατροφής που λαμβάνουν οι βασίλισσες από τη στιγμή που θα βγουν από το αβγό μέχρι που να μεταμορφωθούν σε τέλειο έντομο. Τρέφονται αποκλειστικά και μόνο από έναν πολτό, το λεγόμενο βασιλικό πολτό. Ο βασιλικός πολτός είναι στην πραγματικότητα αδενικό έκκριμα των εργατριών του οποίου η ακριβής σύνθεση, μέχρι σήμερα, δεν έχει προσδιοριστεί. Με το έκκριμα αυτό τρέφονται και εργάτριες, αλλά μόνο για ένα διάστημα που δεν ξεπερνά τις 48 ώρες. Στη συνέχεια τρέφονται με μείγμα μελιού,γύρης κλπ. Το μείγμα αυτό περιέχει κάποια ουσία που τελικά προκαλεί εκφυλισμό των γεννητικών οργάνων των εργατριών, τα οποία ατροφούν και δεν αναπτύσονται γίνονται ατελή θηλυκά έντομα δηλαδή εργάτριες μέλισσες.. οι κηφήνες τρέφονται και αυτοί με μείγμα βασικά μελιού και γύρης..
Οι μέλισσες εκτρέφονται για το μέλι, που θεωρείται μια από τις πιο καλές τροφές, για το βασιλικό πολτό που χρησιμοποιείται σαν διεγερτικόκαι στην παρασκευή καλλυντικών, για το κερί, που πριν από μερικά χρόνια είχε μεγάλη αξία, και για το δηλητήριο τους που περιέχει ουσίες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν φάρμακο για τους ρευματικούς. Ακόμη πολύ μεγάλη είναι η προσφορά των μελισσών στην επικονίαση των λουλουδιων. Η οικονομική σημασία της γονιμοποίησης, στην οποία συμβάλλουν οι μέλισσες μεταφέροντας γύρη από λουλούδι σε λουλούδι, είναι ανυπολόγιστη.
Η μέλισσα είναι έντομο από την τάξη υμενόπτερα που θεωρείται από όλα γενικά τα έντομα το πιο σπουδαίο από οικονομικής άποψης για τον άνθρωπο.
Η μέλισσα ζει στη Γη το λιγότερο 15 εκατομμύρια χρόνια και θεωρείται από τους πιο παλιούς κατοίκους της, που εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Είναι από τα ελάχιστα είδη των εντόμων που ο άνθρωπος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί, βλέποντας ότι θα είχε κάποιο οικονομικό όφελος. Η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου να εξημερώσει τη μέλισσα δεν είναι νέα. Υπάρχει μια σπηλαιογραφία στην Μπικόρπ της Ισπανίας, ηλικίας τουλάχιστον 15.000 χρόνων, όπου εικονίζεται ένας άνθρωπος που προσπαθεί να πάρει μέλι από μελίσσι.
Οι μέλισσες ανήκουν στην κατηγορία των εντόμων που παρουσιάζουν σαφή ιεράρχηση και ζουν σε μεγάλες οικογένειες, μέσα σε κυψέλες. Σε κάθε οικογένεια υπάρχει μια "βασίλισσα", που έχει σαν μοναδική αποστολή να εξασφαλίζει τον πολλαπλασιασμό της οικογένειας. Η οικογένεια έχει ακόμη μερικούς αρσενικούς, τους κηφήνες, που προορίζονται να γονιμοποιήσουν μόνο μια φορά τη βασίλισσα και στη συνέχεια να πεθάνουν. Τέλος κάθε οικογένεια αποτελείται από μερικές χιλιάδες θηλυκές μέλισσες, που είναι στείρες και λέγονται "εργάτριες". Οι εργάτριες, που αποτελούν και το βασικό πληθυσμό, έχουν πολλές και σύνθετες αποστολές, αρχίζοντας από τη δημιουργία αποθεμάτων τροφών, μέχρι τη φύλαξη της κυψέλης και την περιποίηση των μικρών.
Η βασίλισσα, ο κηφήνας και η εργάτρια ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά μεταξύ τους. Η εργάτρια είναι πιο μικρή και από τον κηφήνα και από τη βασίλισσα, και πιο αδύνατη. Η βασίλισσα έχει μεγαλύτερο μήκος, ενώ ο κηφήνας είναι κοντός, χοντρός και πιο σκούρος. Ο κηφήνας δεν έχει κεντρί, σε αντίθεση με τις εργάτριες και τη βασίλισσα που έχουν. Οι βασίλισσες το χρησιμοποιούν μόνο ενάντια σε άλλες βασίλισσες και αυτό δεν αποκολλάται από το σώμα τους όπως συμβαίνει με τις εργάτριες. Οι εργάτριες και οι βασίλισσες προέρχονται από γονιμοποιημένα αυγά. Αντίθετα, οι κηφήνες προέρχονται από αυγά μη γονιμοποιημένα. Έτσι, από το ίδιο αβγό είναι δυνατό να δημιουργηθεί βασίλισσα ή εργάτρια. Η διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής διατροφής που λαμβάνουν οι βασίλισσες από τη στιγμή που θα βγουν από το αβγό μέχρι που να μεταμορφωθούν σε τέλειο έντομο. Τρέφονται αποκλειστικά και μόνο από έναν πολτό, το λεγόμενο βασιλικό πολτό. Ο βασιλικός πολτός είναι στην πραγματικότητα αδενικό έκκριμα των εργατριών του οποίου η ακριβής σύνθεση, μέχρι σήμερα, δεν έχει προσδιοριστεί. Με το έκκριμα αυτό τρέφονται και εργάτριες, αλλά μόνο για ένα διάστημα που δεν ξεπερνά τις 48 ώρες. Στη συνέχεια τρέφονται με μείγμα μελιού,γύρης κλπ. Το μείγμα αυτό περιέχει κάποια ουσία που τελικά προκαλεί εκφυλισμό των γεννητικών οργάνων των εργατριών, τα οποία ατροφούν και δεν αναπτύσονται γίνονται ατελή θηλυκά έντομα δηλαδή εργάτριες μέλισσες.. οι κηφήνες τρέφονται και αυτοί με μείγμα βασικά μελιού και γύρης..
Οι μέλισσες εκτρέφονται για το μέλι, που θεωρείται μια από τις πιο καλές τροφές, για το βασιλικό πολτό που χρησιμοποιείται σαν διεγερτικόκαι στην παρασκευή καλλυντικών, για το κερί, που πριν από μερικά χρόνια είχε μεγάλη αξία, και για το δηλητήριο τους που περιέχει ουσίες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν φάρμακο για τους ρευματικούς. Ακόμη πολύ μεγάλη είναι η προσφορά των μελισσών στην επικονίαση των λουλουδιων. Η οικονομική σημασία της γονιμοποίησης, στην οποία συμβάλλουν οι μέλισσες μεταφέροντας γύρη από λουλούδι σε λουλούδι, είναι ανυπολόγιστη.
Σφήκα
H σφήκα είναι έντομο, υμενόπτερο,απόκριτο και κεντρόφορο. Οι σφήκες έχουν ελάχιστο τρίχωμα και είναι πολύ έντονα χρωματισμένες. Μοιάζουν πάνοπλες συγκριτικά με τις μέλισσες και είναι κυνηγοί άλλων εντόμων, μεταξύ αυτών και των μελισσών. Η σφήκα, σε αντίθεση με την μέλισσα, επιβιώνει μετά από ένα τσίμπημα.
Κάνουν κι αυτές κοινωνίες αλλά κατά πολύ μικρότερες. Οι φωλιές τους μοιάζουν ως προς τα εξάγωνα κελιά αλλά είναι γκρίζες και θυμίζουν χαρτόνι.
Χτίζονται σε απρόβλεπτες θέσεις, ακόμα και εντελώς κατακόρυφα, και ανάλογα το είδος των σφηκών διαφέρουν σε σχήμα. Δεν είναι απαραίτητα επιθετικά έντομα, αλλά επειδή οι επαφές τους με τον άνθρωπο είναι πιο συχνές από ο,τι του ανθρώπου με τις μέλισσες (εκτός βέβαια από τους μελισσοκόμους), τα τσιμπήματα είναι και αυτά πιο συχνά.
Στις σφήκες, όπως σε άλλα υμενόπτερα, τα φύλα είναι σημαντικά γενετικά διαφορετικά. Ανατομικά υπάρχει επίσης παραλλαγή μεταξύ των διαφορετικών ειδών σφήκας. Όπως όλα τα έντομα, οι σφήκες έχουν σκληρό εξωσκέλετο, που καλύπτει τρία μέρη: κεφάλι, μετάσωμα και μεσόσωμα. Οι σφήκες έχουν επίσης μια συνδετική περιοχή, που ενώνει τα πρώτα και τα δεύτερα τμήματα του μεσοσώματος, γνωστού ως μίσχος.
Όπως όλα τα έντομα, οι σφήκες έχουν τρία ζεύγη ποδιών. Εκτός από τα σύνθετα μάτια τους, οι σφήκες διαθέτουν επίσης μάτια, που βρίσκονται σε έναν τριγωνικό σχηματισμό ακριβώς προς τα εμπρός της περιοχής του κεφαλιού.
Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά είναι παρόντα στις περισσότερες σφήκες:
H σφήκα είναι έντομο, υμενόπτερο,απόκριτο και κεντρόφορο. Οι σφήκες έχουν ελάχιστο τρίχωμα και είναι πολύ έντονα χρωματισμένες. Μοιάζουν πάνοπλες συγκριτικά με τις μέλισσες και είναι κυνηγοί άλλων εντόμων, μεταξύ αυτών και των μελισσών. Η σφήκα, σε αντίθεση με την μέλισσα, επιβιώνει μετά από ένα τσίμπημα.
Κάνουν κι αυτές κοινωνίες αλλά κατά πολύ μικρότερες. Οι φωλιές τους μοιάζουν ως προς τα εξάγωνα κελιά αλλά είναι γκρίζες και θυμίζουν χαρτόνι.
Χτίζονται σε απρόβλεπτες θέσεις, ακόμα και εντελώς κατακόρυφα, και ανάλογα το είδος των σφηκών διαφέρουν σε σχήμα. Δεν είναι απαραίτητα επιθετικά έντομα, αλλά επειδή οι επαφές τους με τον άνθρωπο είναι πιο συχνές από ο,τι του ανθρώπου με τις μέλισσες (εκτός βέβαια από τους μελισσοκόμους), τα τσιμπήματα είναι και αυτά πιο συχνά.
Στις σφήκες, όπως σε άλλα υμενόπτερα, τα φύλα είναι σημαντικά γενετικά διαφορετικά. Ανατομικά υπάρχει επίσης παραλλαγή μεταξύ των διαφορετικών ειδών σφήκας. Όπως όλα τα έντομα, οι σφήκες έχουν σκληρό εξωσκέλετο, που καλύπτει τρία μέρη: κεφάλι, μετάσωμα και μεσόσωμα. Οι σφήκες έχουν επίσης μια συνδετική περιοχή, που ενώνει τα πρώτα και τα δεύτερα τμήματα του μεσοσώματος, γνωστού ως μίσχος.
Όπως όλα τα έντομα, οι σφήκες έχουν τρία ζεύγη ποδιών. Εκτός από τα σύνθετα μάτια τους, οι σφήκες διαθέτουν επίσης μάτια, που βρίσκονται σε έναν τριγωνικό σχηματισμό ακριβώς προς τα εμπρός της περιοχής του κεφαλιού.
Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά είναι παρόντα στις περισσότερες σφήκες:
- Δύο ζευγάρια φτερών.
- Ωοαποθετήρας ή Κεντρί (που είναι μόνο παρόντα στα θηλυκά).
- Λιγοστό ή καθόλου τρίχωμα (σε αντίθεση με τις μέλισσες) .
- Μόνο μερικές παρασιτικές ομάδες είναι υδρόβιες, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των σφηκών.
- Διάφορες παρασιτικές σφήκες χρησιμοποιούν τις αράχνες ή άλλα αραχνοείδη ως αναπαραγωγικούς οικοδεσπότες.
Οικιακή μύγα
Η οικιακή μύγα (1758) είναι έντομο της τάξης των δίπτερων και κατατάσσετα στην οικογένεια Muscidae. Στην Ευρώπη το γένος Musca εκπροσωπείται από δώδεκα είδη. Στην Ελλάδα συναντούμε εκτός την οικιακή μύγα τα είδη Musca autumnalis,Musca larvipara, Musca osiris,Musca tempestiva.ΣτιςΚυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο συναντούμε Musca crassirostris.
Μπορεί να αναπαράγεται με εξαιρετική ευκολία τόσο εξαιτίας της ικανότητάς της να εναποθέτει αυγά στο εσωτερικό οποιουδήποτε υλικού βιολογικής φύσης το οποίο αποσυντίθεται, τόσο όσο και χάρη στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι προ νύμφες και γίνονται ενήλικες, με τη σειρά τους ικανές να αναπαραχθούν: περίπου 10 μέρες. Η διάρκεια ζωής της υπό άριστες διατροφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες είναι 8-10 μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εναποθέσει έως και 1000 αυγά (150-200 τη φορά κάθε 3-4 μέρες).
Το ενήλικο έντομο χρησιμοποιεί για να τραφεί την προβοσκίδα. Οι στερεές τροφές ραντίζονται με σάλιο για να διαλυθούν και κατόπιν ρουφιούνται από την προβοσκίδα. Παρότι πρόκεινται για οικιακές μύγες, συνήθως περιορισμένες σε κατοικημένο από ανθρώπους περιβάλλον, αυτά τα έντομα μπορούν να πετάξουν μερικά χιλιόμετρα από τον τόπο που γεννήθηκαν. Δραστηριοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ αναπαύονται στις γωνίες των δωματίων ή "κολλημένες" στις οροφές (ταβάνια). Επίσης οι επιστήμονες την θεωρούν ως το πρώτο είδος ζόμπι του κόσμου.
Οι προνύμφες της οικιακής μύγας έχουν μήκος από 9,5 έως 19,1 χιλιοστά. Ο προσδιορισμός των προνυμφών ταξινομείται σε στάδια: Κατά το πρώτο στάδιο η προνύμφη έχει μήκος 2-5 χιλιοστά, κατά το δεύτερο στάδιο 6-14 και κατά το τρίτο 15-20. Τα στάδια αυτά επιτυγχάνονται σε περίπου 2-3 μέρες για το πρώτο, 3-4 μέρες για το δεύτερο και 4-6 μέρες για το τρίτο (μέχρι την ενήλικη μύγα) αντίστοιχα, από την εναπόθεση των αυγών.
Στα πιο ψυχρά κλίματα, οι μύγες επιβιώνουν μόνο αν συμβιώνουν με τον άνθρωπο. Έχουν την τάση να συνενώνονται και καθίσταται δύσκολο να τις πιάσει κανείς. Είναι ικανές να μεταφέρουν πάνω από 100 παθογόνους παράγοντες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον τύφο, τη χολέρα, τη σαλμονέλα, τη σιγκέλωση, τον άνθρακα, μολύνσεις των ματιών και ενδοπαρασιτικούς σκώληκες. Στις φτωχότερες χώρες κάτω από ανεπαρκείς υγειονομικές συνθήκες, οι μύγες βρίσκονται ανάμεσα στους κυριότερους μεταφορείς ασθενειών. Ορισμένα στελέχη έχουν αναπτύξει αντίσταση σε κοινά εντομοκτόνα.
Η οικιακή μύγα τρέφεται με υγρά ή ημι-υγρά πέρα από τα στερεά οργανικά υλικά που προεπεξεργάζεται με το σάλιο ή τον εμετό της. Λόγω της μεγάλης ποσότητας τροφής την οποία προσλαμβάνει ημερησίως, αφήνει περιττώματα σχεδόν συνεχόμενα και αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που καθιστά αυτό το έντομο φορέα επιβλαβών παθογόνων μικροοργανισμών και πολύ επικίνδυνο.
Η οικιακή μύγα (1758) είναι έντομο της τάξης των δίπτερων και κατατάσσετα στην οικογένεια Muscidae. Στην Ευρώπη το γένος Musca εκπροσωπείται από δώδεκα είδη. Στην Ελλάδα συναντούμε εκτός την οικιακή μύγα τα είδη Musca autumnalis,Musca larvipara, Musca osiris,Musca tempestiva.ΣτιςΚυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο συναντούμε Musca crassirostris.
Μπορεί να αναπαράγεται με εξαιρετική ευκολία τόσο εξαιτίας της ικανότητάς της να εναποθέτει αυγά στο εσωτερικό οποιουδήποτε υλικού βιολογικής φύσης το οποίο αποσυντίθεται, τόσο όσο και χάρη στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι προ νύμφες και γίνονται ενήλικες, με τη σειρά τους ικανές να αναπαραχθούν: περίπου 10 μέρες. Η διάρκεια ζωής της υπό άριστες διατροφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες είναι 8-10 μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εναποθέσει έως και 1000 αυγά (150-200 τη φορά κάθε 3-4 μέρες).
Το ενήλικο έντομο χρησιμοποιεί για να τραφεί την προβοσκίδα. Οι στερεές τροφές ραντίζονται με σάλιο για να διαλυθούν και κατόπιν ρουφιούνται από την προβοσκίδα. Παρότι πρόκεινται για οικιακές μύγες, συνήθως περιορισμένες σε κατοικημένο από ανθρώπους περιβάλλον, αυτά τα έντομα μπορούν να πετάξουν μερικά χιλιόμετρα από τον τόπο που γεννήθηκαν. Δραστηριοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ αναπαύονται στις γωνίες των δωματίων ή "κολλημένες" στις οροφές (ταβάνια). Επίσης οι επιστήμονες την θεωρούν ως το πρώτο είδος ζόμπι του κόσμου.
Οι προνύμφες της οικιακής μύγας έχουν μήκος από 9,5 έως 19,1 χιλιοστά. Ο προσδιορισμός των προνυμφών ταξινομείται σε στάδια: Κατά το πρώτο στάδιο η προνύμφη έχει μήκος 2-5 χιλιοστά, κατά το δεύτερο στάδιο 6-14 και κατά το τρίτο 15-20. Τα στάδια αυτά επιτυγχάνονται σε περίπου 2-3 μέρες για το πρώτο, 3-4 μέρες για το δεύτερο και 4-6 μέρες για το τρίτο (μέχρι την ενήλικη μύγα) αντίστοιχα, από την εναπόθεση των αυγών.
Στα πιο ψυχρά κλίματα, οι μύγες επιβιώνουν μόνο αν συμβιώνουν με τον άνθρωπο. Έχουν την τάση να συνενώνονται και καθίσταται δύσκολο να τις πιάσει κανείς. Είναι ικανές να μεταφέρουν πάνω από 100 παθογόνους παράγοντες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον τύφο, τη χολέρα, τη σαλμονέλα, τη σιγκέλωση, τον άνθρακα, μολύνσεις των ματιών και ενδοπαρασιτικούς σκώληκες. Στις φτωχότερες χώρες κάτω από ανεπαρκείς υγειονομικές συνθήκες, οι μύγες βρίσκονται ανάμεσα στους κυριότερους μεταφορείς ασθενειών. Ορισμένα στελέχη έχουν αναπτύξει αντίσταση σε κοινά εντομοκτόνα.
Η οικιακή μύγα τρέφεται με υγρά ή ημι-υγρά πέρα από τα στερεά οργανικά υλικά που προεπεξεργάζεται με το σάλιο ή τον εμετό της. Λόγω της μεγάλης ποσότητας τροφής την οποία προσλαμβάνει ημερησίως, αφήνει περιττώματα σχεδόν συνεχόμενα και αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που καθιστά αυτό το έντομο φορέα επιβλαβών παθογόνων μικροοργανισμών και πολύ επικίνδυνο.
Λιβελούλα
Οι λιβελούλες είναι τα έντομα που ανήκουν στην υπόταξη Ανισόπτερα, η οποία εντάσσεται στην τάξη οδοντόνγκαθα.
Τα θηλυκά έντομα γεννούν τα αυγά τους κοντά στο νερό ή πάνω στο νερό καθώς και σε επιπλέοντα φυτά. Τα αυγά εκκολάπτονται και κατά το στάδιο της νύμφης τρέφονται με κουνούπια. Οι λιβελούλες περνούν την περισσότερη ζωή τους σαν νύμφες κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η τροφή τους αποτελείται από άλλα ασπόνδυλα όπως γυρίνοι και ψάρια. Αναπνέουν μέσα από βράγχια στον πρωκτό και μπορούν να προωθηθούν γρήγορα εκπέμποντας νερό από τον πρωκτό. Μερικές νύμφες κυνηγούν ακόμα και στην ξηρά, κάτι που πιθανόν να ήταν πιο κοινό σε αρχαίες εποχές όταν άλλα αρπακτικά της ξηράς ήταν πιο πρωτόγονα. Η λιβελούλα ζει κυρίως κοντά σε λίμνες και ποτάμια.
Στο κεφάλι τους έχουν δύο κοντές και λεπτές κεραίες και δύο μεγάλα μάτια.Το κάθε μάτι αποτελείται από 30.000 φακούς. Ο μικροσκοπικός της εγκέφαλος μπορεί και αποκωδικοποιεί τα σήματα που δίνουν αυτοί οι φακοί και εντοπίζει την παραμικρή κίνηση γύρω της. Τα φτερά τους είναι διαφανή, άχρωμα ή με βούλες. Η κοιλιά είναι μακριά, λεπτή και με πολυ ζωντανά χρώματα.
Οι λιβελούλες είναι τα έντομα που ανήκουν στην υπόταξη Ανισόπτερα, η οποία εντάσσεται στην τάξη οδοντόνγκαθα.
Τα θηλυκά έντομα γεννούν τα αυγά τους κοντά στο νερό ή πάνω στο νερό καθώς και σε επιπλέοντα φυτά. Τα αυγά εκκολάπτονται και κατά το στάδιο της νύμφης τρέφονται με κουνούπια. Οι λιβελούλες περνούν την περισσότερη ζωή τους σαν νύμφες κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η τροφή τους αποτελείται από άλλα ασπόνδυλα όπως γυρίνοι και ψάρια. Αναπνέουν μέσα από βράγχια στον πρωκτό και μπορούν να προωθηθούν γρήγορα εκπέμποντας νερό από τον πρωκτό. Μερικές νύμφες κυνηγούν ακόμα και στην ξηρά, κάτι που πιθανόν να ήταν πιο κοινό σε αρχαίες εποχές όταν άλλα αρπακτικά της ξηράς ήταν πιο πρωτόγονα. Η λιβελούλα ζει κυρίως κοντά σε λίμνες και ποτάμια.
Στο κεφάλι τους έχουν δύο κοντές και λεπτές κεραίες και δύο μεγάλα μάτια.Το κάθε μάτι αποτελείται από 30.000 φακούς. Ο μικροσκοπικός της εγκέφαλος μπορεί και αποκωδικοποιεί τα σήματα που δίνουν αυτοί οι φακοί και εντοπίζει την παραμικρή κίνηση γύρω της. Τα φτερά τους είναι διαφανή, άχρωμα ή με βούλες. Η κοιλιά είναι μακριά, λεπτή και με πολυ ζωντανά χρώματα.
Κουνούπι
Το κουνούπι είναι δίπτερο έντομο με 3.500 περίπου είδη ανά τον κόσμο. Θεωρείται, ως ζώο, ο νούμερο ένα φονιάς ανθρώπων παγκοσμίως.
Το λεπτό και μακρύ σώμα του ενήλικου κουνουπιού καλύπτεται με λέπια και έχει μακριά πολύ λεπτά πόδια που του επιτρέπουν μόνο να στηρίζεται. Τα φτερά του είναι μεμβρανώδη. Χαρακτηριστικό του είναι μία επιμήκης προβοσκίδα που βγαίνει από τη στοματική του κοιλότητα.
Το αρσενικό κουνούπι έχει πιο τριχωτές κεραίες από του θηλυκού. Τα κουνούπια τρέφονται με νέκταρ ή γύρηπου βρίσκουν στη φύση, όμως τα θηλυκά χρειάζονται και αίμαπροκειμένου να μπορέσουν να κάνουν αβγά.
Εφόσον το θηλυκό πραγματοποιήσει ένα γεύμα αίματος τότε ωριμάζουν τα αβγά του τα οποία και τοποθετεί στην επιφάνεια του νερού και στη συνέχεια εκκολάπτονται οι προνύμφιες που τρέφονται με διάφορα οργανικά κατάλοιπα. Μερικές προνύμφες από κάποια είδη κουνουπιών τρέφονται με άλλα κουνούπια ή άλλα μικρά έντομα. Οι προνύμφες είναι υδρόβιες και εφοδιασμένες με δύο αναπνευστικά συστήματα που τους επιτρέπουν να αναπνέουν τόσο κάτω από το νερό όσο και από πάνω.
Η ελαστικότητα που έχουν στο κάτω μέρος της κοιλιάς τους, δίνει τη δυνατότητα στις προνύμφες να μετακινούνται με ταχύτητα χτυπώντας το νερό. Όταν το κουνούπι ενηλικιωθεί τότε βγαίνει από τη ράχη της προνύμφης που φέρει μια σχισμή στο πάνω μέρος της και στη συνέχεια χρησιμοποιεί το σώμα της για να επιπλεύσει στο νερό, πριν καταφέρει να πετάξει.
Τα κουνούπια ερεθίζονται και προσελκύονται από την κίνηση, από τη σωματική θερμότητα, από την υγρασία και το διοηείδιο του άνθρακα που εκπνέεται με την αναπνοή. Το σφύριγμα που κάνουν προέρχεται από το συγχρονισμένο τους φτερούγισμα. Παρασύρονται εύκολα από τον άνεμο και έτσι μπορούν να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις.
Η δραστηριότητα τους έχει να κάνει με τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα. Έτσι τις πρώτες πρωινές, τις πρώτες νυχτερινές ώρες και κατά τη διάρκεια της νύχτας τα περισσότερα είδη είναι πιο ενεργητικά και τσιμπούν, αλλά υπάρχουν και είδη που τσιμπούν και όλο το εικοσιτετράωρο.
Το θηλυκό τρυπάει το δέρμα με 6 «καρφίτσες» που έχει στο στόμα του, βγάζει ένα αιμολυτικό και αντιισταμινικό σάλιο και με τη προβοσκίδα του ρουφά το αίμα που καταλήγει στην κοιλιά του. Ανάλογα με την ποσότητα, αυτή μεγαλώνει, αφού έχει μεγάλη ελαστικότητα. Το τσίμπημα του κουνουπιού προκαλεί κοκκινίλα στο δέρμα, πρήξιμο και έντονη ενοχλητική φαγούρα. Παρά την άποψη που επικρατεί ένα σκούρο δέρμα προσελκύει περισσότερο τα κουνούπια παρά ένα ανοιχτόχρωμο.
Τα κουνούπια αποτελούν πολλές φορές βάσανο στη διαμονή και εγκατάσταση του ανθρώπου σε αρκετά μέρη της γης. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί διάφορα μέσα προφύλαξης, όπως κουνουπιέρες, απωθητικά υγρά, κρέμες αλλά και μέσα εξόντωσης, με διάφορα εντομοκτόνα, καθώς και αποξήρανση βαλτότοπων και ελών.
Το κουνούπι είναι δίπτερο έντομο με 3.500 περίπου είδη ανά τον κόσμο. Θεωρείται, ως ζώο, ο νούμερο ένα φονιάς ανθρώπων παγκοσμίως.
Το λεπτό και μακρύ σώμα του ενήλικου κουνουπιού καλύπτεται με λέπια και έχει μακριά πολύ λεπτά πόδια που του επιτρέπουν μόνο να στηρίζεται. Τα φτερά του είναι μεμβρανώδη. Χαρακτηριστικό του είναι μία επιμήκης προβοσκίδα που βγαίνει από τη στοματική του κοιλότητα.
Το αρσενικό κουνούπι έχει πιο τριχωτές κεραίες από του θηλυκού. Τα κουνούπια τρέφονται με νέκταρ ή γύρηπου βρίσκουν στη φύση, όμως τα θηλυκά χρειάζονται και αίμαπροκειμένου να μπορέσουν να κάνουν αβγά.
Εφόσον το θηλυκό πραγματοποιήσει ένα γεύμα αίματος τότε ωριμάζουν τα αβγά του τα οποία και τοποθετεί στην επιφάνεια του νερού και στη συνέχεια εκκολάπτονται οι προνύμφιες που τρέφονται με διάφορα οργανικά κατάλοιπα. Μερικές προνύμφες από κάποια είδη κουνουπιών τρέφονται με άλλα κουνούπια ή άλλα μικρά έντομα. Οι προνύμφες είναι υδρόβιες και εφοδιασμένες με δύο αναπνευστικά συστήματα που τους επιτρέπουν να αναπνέουν τόσο κάτω από το νερό όσο και από πάνω.
Η ελαστικότητα που έχουν στο κάτω μέρος της κοιλιάς τους, δίνει τη δυνατότητα στις προνύμφες να μετακινούνται με ταχύτητα χτυπώντας το νερό. Όταν το κουνούπι ενηλικιωθεί τότε βγαίνει από τη ράχη της προνύμφης που φέρει μια σχισμή στο πάνω μέρος της και στη συνέχεια χρησιμοποιεί το σώμα της για να επιπλεύσει στο νερό, πριν καταφέρει να πετάξει.
Τα κουνούπια ερεθίζονται και προσελκύονται από την κίνηση, από τη σωματική θερμότητα, από την υγρασία και το διοηείδιο του άνθρακα που εκπνέεται με την αναπνοή. Το σφύριγμα που κάνουν προέρχεται από το συγχρονισμένο τους φτερούγισμα. Παρασύρονται εύκολα από τον άνεμο και έτσι μπορούν να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις.
Η δραστηριότητα τους έχει να κάνει με τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα. Έτσι τις πρώτες πρωινές, τις πρώτες νυχτερινές ώρες και κατά τη διάρκεια της νύχτας τα περισσότερα είδη είναι πιο ενεργητικά και τσιμπούν, αλλά υπάρχουν και είδη που τσιμπούν και όλο το εικοσιτετράωρο.
Το θηλυκό τρυπάει το δέρμα με 6 «καρφίτσες» που έχει στο στόμα του, βγάζει ένα αιμολυτικό και αντιισταμινικό σάλιο και με τη προβοσκίδα του ρουφά το αίμα που καταλήγει στην κοιλιά του. Ανάλογα με την ποσότητα, αυτή μεγαλώνει, αφού έχει μεγάλη ελαστικότητα. Το τσίμπημα του κουνουπιού προκαλεί κοκκινίλα στο δέρμα, πρήξιμο και έντονη ενοχλητική φαγούρα. Παρά την άποψη που επικρατεί ένα σκούρο δέρμα προσελκύει περισσότερο τα κουνούπια παρά ένα ανοιχτόχρωμο.
Τα κουνούπια αποτελούν πολλές φορές βάσανο στη διαμονή και εγκατάσταση του ανθρώπου σε αρκετά μέρη της γης. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί διάφορα μέσα προφύλαξης, όπως κουνουπιέρες, απωθητικά υγρά, κρέμες αλλά και μέσα εξόντωσης, με διάφορα εντομοκτόνα, καθώς και αποξήρανση βαλτότοπων και ελών.
Ακρίδα
Ο όρος ακρίδα (στον ενικό) χρησιμοποιείται υπό την στενή βιολογική έννοια μόνο για όλα τα είδη τού γένους ακρίδα.
Τα ημερόβια έντομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μεγάλα πηδήματα (πηδητικά έντομα). Επίσης, ένα μέρος των ειδών έχει πολύ ανεπτυγμένα όργανα ακοής. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Πολλαπλασιάζονται με αυγά και έχουν συνήθως χρώμα πράσινο ή καστανό.
Επίσης βιολογικά σωστά λέμε ακρίδες (στον πληθυντικό) όλα τα έντομα της οικογένεια Acrididae. Με την εροία έννοια μπορούμε και ονομάζουμε όλα τα είδη των καιλίφερων (Caelifera, υποτάξη των ορθοπτέρων με κοντές κεραίες) ακρίδες. Τότε τα καιλίφερα (κοιλοφόρα) είναι συνώνυμα με τις «ακρίδες με την ευρεία έννοια». Ο μη ειδικό μπορεί να πει ακρίδα και άλλα ορθόπτερα, που μοιάζουν με ακρίδα. Αυτά κατατάσσονται στα ξιροφόρα (Ensifera, ορθόπτερα με μακριές κεραίες).
Η διαφορά στις υποτάξεις είναι ότι τα Ξιφοφόρα έχουν λεπτές και πολύ μακριές κεραίες, σε αντίθεση με τις κοντόχοντρες των Κοιλοφόρων. Επίσης, τα Κοιλοφόρα παράγουν ήχο όταν τρίβουν τα πίσω τους πόδια με τις άκρες των εμπρόσθιων φτερούγων τους, ενώ τα Ξιφοφόρα κάνουν τριγμό τρίβοντας τις δύο μπροστινές τους φτερούγες.Μια απαρίθμηση περισσότερων διαφορών γίνεται στο λήμμα ξιροφόρα
Τα ημερόβια έντομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μεγάλα πηδήματα (πηδητικά έντομα). Επίσης, ένα μέρος των ειδών έχει πολύ ανεπτυγμένα όργανα ακοής. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Πολλαπλασιάζονται με αυγά και έχουν συνήθως χρώμα πράσινο ή καστανό.
Τα είδη που αλλάζουν το χρώμα τους και τη συμπεριφορά τους και εμφανίζονται κατά σμήνη λέγονται στα αγγλικά locusts. Αυτά ζουν σε μία πρώτη φάση μοναχικά, μετά αλλάζουν χρώμα και ζουν ομαδικά, πετώντας σε μεγάλα σμήνη . Τα συναντούμε σε όλες τις θερμές περιοχές του πλανήτη. Τα αφρικανικά είδη πολλές φορές εισβάλλουν στην Ευρώπη. Προκαλούν μεγάλες καταστροφές στις καλλιέργειες.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Kevan 1982, Günther, 1980, 1992 και Otte 1994-1995) υπάρχουν περισσότερα από 2.400 γένη των Κοιλοφόρων και περίπου 11.000 επιβεβαιωμένα είδη ακρίδας. Πολλά είδη δεν έχουν ακόμα περιγραφεί.
Ο όρος ακρίδα (στον ενικό) χρησιμοποιείται υπό την στενή βιολογική έννοια μόνο για όλα τα είδη τού γένους ακρίδα.
Τα ημερόβια έντομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μεγάλα πηδήματα (πηδητικά έντομα). Επίσης, ένα μέρος των ειδών έχει πολύ ανεπτυγμένα όργανα ακοής. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Πολλαπλασιάζονται με αυγά και έχουν συνήθως χρώμα πράσινο ή καστανό.
Επίσης βιολογικά σωστά λέμε ακρίδες (στον πληθυντικό) όλα τα έντομα της οικογένεια Acrididae. Με την εροία έννοια μπορούμε και ονομάζουμε όλα τα είδη των καιλίφερων (Caelifera, υποτάξη των ορθοπτέρων με κοντές κεραίες) ακρίδες. Τότε τα καιλίφερα (κοιλοφόρα) είναι συνώνυμα με τις «ακρίδες με την ευρεία έννοια». Ο μη ειδικό μπορεί να πει ακρίδα και άλλα ορθόπτερα, που μοιάζουν με ακρίδα. Αυτά κατατάσσονται στα ξιροφόρα (Ensifera, ορθόπτερα με μακριές κεραίες).
Η διαφορά στις υποτάξεις είναι ότι τα Ξιφοφόρα έχουν λεπτές και πολύ μακριές κεραίες, σε αντίθεση με τις κοντόχοντρες των Κοιλοφόρων. Επίσης, τα Κοιλοφόρα παράγουν ήχο όταν τρίβουν τα πίσω τους πόδια με τις άκρες των εμπρόσθιων φτερούγων τους, ενώ τα Ξιφοφόρα κάνουν τριγμό τρίβοντας τις δύο μπροστινές τους φτερούγες.Μια απαρίθμηση περισσότερων διαφορών γίνεται στο λήμμα ξιροφόρα
Τα ημερόβια έντομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μεγάλα πηδήματα (πηδητικά έντομα). Επίσης, ένα μέρος των ειδών έχει πολύ ανεπτυγμένα όργανα ακοής. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Πολλαπλασιάζονται με αυγά και έχουν συνήθως χρώμα πράσινο ή καστανό.
Τα είδη που αλλάζουν το χρώμα τους και τη συμπεριφορά τους και εμφανίζονται κατά σμήνη λέγονται στα αγγλικά locusts. Αυτά ζουν σε μία πρώτη φάση μοναχικά, μετά αλλάζουν χρώμα και ζουν ομαδικά, πετώντας σε μεγάλα σμήνη . Τα συναντούμε σε όλες τις θερμές περιοχές του πλανήτη. Τα αφρικανικά είδη πολλές φορές εισβάλλουν στην Ευρώπη. Προκαλούν μεγάλες καταστροφές στις καλλιέργειες.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Kevan 1982, Günther, 1980, 1992 και Otte 1994-1995) υπάρχουν περισσότερα από 2.400 γένη των Κοιλοφόρων και περίπου 11.000 επιβεβαιωμένα είδη ακρίδας. Πολλά είδη δεν έχουν ακόμα περιγραφεί.
Γρύλος
Ο γρύλος είναι ορθόπτερο που ανήκει στην οικογένεια Γρυλλίδες('Gryllidae) και μοιάζει πολύ με μικρή ακρίδα. Διαθέτει κεραίες και τα αρσενικά παράγουν έναν χαρακτηριστικό ήχο, τρίβοντας ταέλυτρα που φέρουν στις άκρες των πτερύγων τους. Υπάρχουν γύρω στα 900 είδη γρύλων, κυρίως στις τροπικές χώρες
Εχθροί των γρύλων είναι μικρά σαρκοφάγα ζώα, όπως χελώνες, σαλαμάνδρες, σαύρες και αράχνες. Επίσης, οι γρύλοι τρώγονται από τον άνθρωπο σε ορισμένες χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
Τα έντομα είναι παμφάγα και τρέφονται με οργανικές ουσίες και μύκητες. Μπορεί να φάνε και νεκρούς γρύλους αν δεν έχουν διαθέσιμη άλλη πηγή τροφής. Ζευγαρώνουν στα τέλη του καλοκαιριού και γεννούν αυγά, τα οποία εκκολάπτονται την άνοιξη. Τα θηλυκά για το σκοπό αυτό είναι εφοδιασμένα με ωοαποθέτη, ένα όργανο που μοιάζει με βελόνα.
Τα έντομα αυτά φυλάσσονται σε κλουβιά ως κατοικίδια, σε χώρες της Ασίας και ιδιαίτερα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (Carrera 1991). Σε κλουβιά επίσης ως κατοικίδια μπορεί κανείς να τα δει και στην Ευρώπη, ιδίως σε χώρες της ιβηρικής χερσονήσου. Παλαιότερα γίνονταν και μονομαχίες μεταξύ γρύλων με μορφή αγώνα ή στοιχημάτων, ιδιαίτερα στο Μακάο.
Τα περισσότερα είδη γρύλων ζουν σε τροπικές χώρες. Στον ελληνικό χώρο τα γνωστότερα είδη είναι ο Γρύλος ο οικοδίαιτος (Acheta domesticus), ο οποίος κοινά λέγεται τριζόνι. Το είδος αυτό έχει χρώμα πράσινο και σταχτί, ζει αποκλειστικά μέσα σε σπίτια και προτιμά το ζεστό περιβάλλον.
Υποοικογένειες της οικογένειας Γρυλλίδες είναι:
Ο γρύλος είναι ορθόπτερο που ανήκει στην οικογένεια Γρυλλίδες('Gryllidae) και μοιάζει πολύ με μικρή ακρίδα. Διαθέτει κεραίες και τα αρσενικά παράγουν έναν χαρακτηριστικό ήχο, τρίβοντας ταέλυτρα που φέρουν στις άκρες των πτερύγων τους. Υπάρχουν γύρω στα 900 είδη γρύλων, κυρίως στις τροπικές χώρες
Εχθροί των γρύλων είναι μικρά σαρκοφάγα ζώα, όπως χελώνες, σαλαμάνδρες, σαύρες και αράχνες. Επίσης, οι γρύλοι τρώγονται από τον άνθρωπο σε ορισμένες χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
Τα έντομα είναι παμφάγα και τρέφονται με οργανικές ουσίες και μύκητες. Μπορεί να φάνε και νεκρούς γρύλους αν δεν έχουν διαθέσιμη άλλη πηγή τροφής. Ζευγαρώνουν στα τέλη του καλοκαιριού και γεννούν αυγά, τα οποία εκκολάπτονται την άνοιξη. Τα θηλυκά για το σκοπό αυτό είναι εφοδιασμένα με ωοαποθέτη, ένα όργανο που μοιάζει με βελόνα.
Τα έντομα αυτά φυλάσσονται σε κλουβιά ως κατοικίδια, σε χώρες της Ασίας και ιδιαίτερα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (Carrera 1991). Σε κλουβιά επίσης ως κατοικίδια μπορεί κανείς να τα δει και στην Ευρώπη, ιδίως σε χώρες της ιβηρικής χερσονήσου. Παλαιότερα γίνονταν και μονομαχίες μεταξύ γρύλων με μορφή αγώνα ή στοιχημάτων, ιδιαίτερα στο Μακάο.
Τα περισσότερα είδη γρύλων ζουν σε τροπικές χώρες. Στον ελληνικό χώρο τα γνωστότερα είδη είναι ο Γρύλος ο οικοδίαιτος (Acheta domesticus), ο οποίος κοινά λέγεται τριζόνι. Το είδος αυτό έχει χρώμα πράσινο και σταχτί, ζει αποκλειστικά μέσα σε σπίτια και προτιμά το ζεστό περιβάλλον.
Υποοικογένειες της οικογένειας Γρυλλίδες είναι:
- Ενεοπτερίνες (Eneopterinae)
- Γρυλλίνες (Gryllinae), με καφέ ή μαύρο χρώμα. Πρόκειται για τον αγροδίαιτο γρύλο, ο οποίος, όπως καταδεικνύει το όνομά του, ζει σε χωράφια.
- Νεμομπιίνες (Nemobiinae)- γρύλοι του εδάφους
- Οικανθίνες (Oecanthinae) , πράσινοι γρύλοι, που συνήθως βρίσκονται σε δέντρα και θάμνους .
- Φαλαγγοψίνες (Phalangopsinae)
- Ποδοσκιρτίνες (Podoscirtinae)
- Πτεροπλιστίνες (Pteroplistinae)
- Τριγωνιδιίνες (Trigonidiinae) (γρύλοι με ξιφοειδείς ουρές)
Τζιτζίκι
Τζιτζίκι είναι το λαϊκό όνομα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια Cicadidae. Στην Ευρώπη η οικογένεια αποτελείται από δυο υποοικογένειες με μόνο τρία γένη. Στην Ελλάδα συναντούμε τα είδη Cicada orni, Cicadatra alhageos, Cicadatra atra, Cicadatra hyalina, Cicadatra hyalinata και Lyristes plebeius.
Το τζιτζίκι ή τζίτζικας ή τέττιξ στα αρχαία ελληνικά είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δένδρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Ο τζίτζικας είναι έντομο της οικογένειας των τετιγιδών και υπάρχουν πολλά είδη του. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου, «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας>>
ρέφεται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Η θηλυκή γεννά τα αυγά της μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς. Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αβγά βγαίνουν οι προνύμφες, περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα χρόνια (αλλού 17 ή 13 χρόνια) μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τζιτζίκι, για την ειδική ηχητική συσκευή που υπάρχει ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά του τζιτζικιού μέσω της οποίας δημιουργείται αυτό το ιδιόμορφο τερέτισμα, που ακούγεται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Η συσκευή αποτελείται από δύο κοιλότητες που χωρίζονται από μια λεπτή μεμβράνη τεντωμένη. Κάθε φορά που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο ήχος.
Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι.
Τζιτζίκι είναι το λαϊκό όνομα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια Cicadidae. Στην Ευρώπη η οικογένεια αποτελείται από δυο υποοικογένειες με μόνο τρία γένη. Στην Ελλάδα συναντούμε τα είδη Cicada orni, Cicadatra alhageos, Cicadatra atra, Cicadatra hyalina, Cicadatra hyalinata και Lyristes plebeius.
Το τζιτζίκι ή τζίτζικας ή τέττιξ στα αρχαία ελληνικά είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δένδρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Ο τζίτζικας είναι έντομο της οικογένειας των τετιγιδών και υπάρχουν πολλά είδη του. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου, «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας>>
ρέφεται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Η θηλυκή γεννά τα αυγά της μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς. Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αβγά βγαίνουν οι προνύμφες, περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα χρόνια (αλλού 17 ή 13 χρόνια) μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τζιτζίκι, για την ειδική ηχητική συσκευή που υπάρχει ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά του τζιτζικιού μέσω της οποίας δημιουργείται αυτό το ιδιόμορφο τερέτισμα, που ακούγεται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Η συσκευή αποτελείται από δύο κοιλότητες που χωρίζονται από μια λεπτή μεμβράνη τεντωμένη. Κάθε φορά που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο ήχος.
Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι.
Κατσαρίδα
Οι κατσαρίδες είναι κορυφαία μέλη της κατηγορίας των σιχαμερών εντόμων που ζούν στις αποχετεύσεις, στους υπονόμους, το σπίτι της Λίας (ξέρει αυτή) και τους τοίχους. Είναι τυπικά βαδιστικά έντομα και μετακινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Ζουν πολλές μαζί σε αρκετά μεγάλες αποικίες και βασικά είναι νυκτόβιες. Είναι έντομα παμφάγα και καμία από τις τροφές που προορίζονται για τον άνθρωπο δεν λείπει από την διατροφή τους, παρουσιάζοντας προτίμηση στις γλυκές και πιο γλυκιές γεύσεις. Έχουν όνειρα και απωθημένα, αλλά και αδιαμφισβήτητα ταλέντα. Υπάρχουν περισσότερα από 3.500 διαφορετικά είδη κατσαρίδων σήμερα, θεωρούνται ότι είναι τα πιο πρωτόγονα από όλα τα φτερωτά-αφτέρωτα έντομα στην ιστορία του πλανήτη Γη και στη πραγματικότητα το είδος τους δεν έχει αλλάξει καθολου εδώ και 300 εκατομμύρια χρόνια!
Μια κατσαρίδα μπορει να ζήσει για εννέα μέρες χωρίς κεφάλι πριν πεθάνει από αφυδάτωση. Βάσει Αινστάιν είναι η μόνη που θα επιζήσει μετά από Πυρηνική καταστροφή καθώς είναι πλήρως ανεκτική στην ραδιενέργεια.
Γενικά, είναι ένα μικρό σιχαμερό έντομο που ζει στο σπίτι μας από απομεινάρια τροφής. Μαρτυρίες των Ελ, όμως, την θέλουν να είναι ένα γιγάντιο πλάσμα με 96 πόδια και 7.986.467 αυτιά - κεραίες, που καθεμιά από αυτές εποικινωνεί με 10 στην πεντηκοστή άστρα.
Άλλες μαρτυρίες, πάλι, λένε ότι είναι ένα πλαστικό πράγμα φτιαγμένο από παράνομα πετρέλαια, που χρησιμεύει στην τρομοκρατία.
Εμφάνιση - Είδη
Οι κατσαρίδες είναι κορυφαία μέλη της κατηγορίας των σιχαμερών εντόμων που ζούν στις αποχετεύσεις, στους υπονόμους, το σπίτι της Λίας (ξέρει αυτή) και τους τοίχους. Είναι τυπικά βαδιστικά έντομα και μετακινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Ζουν πολλές μαζί σε αρκετά μεγάλες αποικίες και βασικά είναι νυκτόβιες. Είναι έντομα παμφάγα και καμία από τις τροφές που προορίζονται για τον άνθρωπο δεν λείπει από την διατροφή τους, παρουσιάζοντας προτίμηση στις γλυκές και πιο γλυκιές γεύσεις. Έχουν όνειρα και απωθημένα, αλλά και αδιαμφισβήτητα ταλέντα. Υπάρχουν περισσότερα από 3.500 διαφορετικά είδη κατσαρίδων σήμερα, θεωρούνται ότι είναι τα πιο πρωτόγονα από όλα τα φτερωτά-αφτέρωτα έντομα στην ιστορία του πλανήτη Γη και στη πραγματικότητα το είδος τους δεν έχει αλλάξει καθολου εδώ και 300 εκατομμύρια χρόνια!
Μια κατσαρίδα μπορει να ζήσει για εννέα μέρες χωρίς κεφάλι πριν πεθάνει από αφυδάτωση. Βάσει Αινστάιν είναι η μόνη που θα επιζήσει μετά από Πυρηνική καταστροφή καθώς είναι πλήρως ανεκτική στην ραδιενέργεια.
Γενικά, είναι ένα μικρό σιχαμερό έντομο που ζει στο σπίτι μας από απομεινάρια τροφής. Μαρτυρίες των Ελ, όμως, την θέλουν να είναι ένα γιγάντιο πλάσμα με 96 πόδια και 7.986.467 αυτιά - κεραίες, που καθεμιά από αυτές εποικινωνεί με 10 στην πεντηκοστή άστρα.
Άλλες μαρτυρίες, πάλι, λένε ότι είναι ένα πλαστικό πράγμα φτιαγμένο από παράνομα πετρέλαια, που χρησιμεύει στην τρομοκρατία.
Εμφάνιση - Είδη
- Η Μεγαλύτερη κατσαρίδα (Megaloblattalongipennis): Η μεγαλύτερη φτερωτή κατσαρίδα είναι η Μεγαλωμπλάταινα, που ζει στο Περού, στο Εκουαδόρ και τον Παναμά. Η θηλυκή κατσαρίδα που διασώζεται στη συλλογή του Ακίρα Κουρασάβα από την Γιαμαγκάτα, Ιαπωνία, έχει μήκος 97 mm, πλάτος 45 mm. Ο μέσος όρος μήκους μιας τέτοιας ταινιοκατσαρίδας είναι 0,6 έως 7,6 εκ.Έχει μήκος τουλάχιστον 85 χιλιοστά.
- Η κατσαρίδα γίγαντας!(Heathcliffe): Oνομάζεται Γκρεμνόθαμνος και είναι μια 3Α κατσαρίδα. Διεκδικεί, λοιπόν, τον τίτλο του βαρύτερου εντόμου του κόσμου. Μετάλλαξη ίσως των προηγούμενων όταν ήρθαν σε στενή επαφή με τον Ακατανομαστο.
- Καστανή Ευρωπαία κατσαρίδα (Supella longipalpa): Έχει περίπου το μέγεθος της Γερμανίδας κατσαρίδας αλλά διαφέρει στην εμφάνιση καθώς το είδος αυτό φέρει μια ξανθιά γραμμή στη βάση των πτερύγων. Αναπτύσσεται στα ίδια σημεία όπως και η Γερμανίδα, δηλαδή στις κουζίνες (είναι νοικοκυρά) αλλά το είδος αυτό εξαπλώνεται ευρέως και στα υπόλοιπα δωμάτια ενός σπιτιού (μπάνιο , υπνοδωμάτια).
Πασχαλίτσα
Η πασχαλίτσα (επιστημονική ονομασία: Κοκκινέλλη η επτάστικτος, Coccinella septempunctata) είναι κολεόπτερο έντομο. Ανήκει στην οικογένεια Κοκκινελίδες. Είναι επίσης γνωστό με τις ονομασίες λαμπρίτσα και κοκκινέλλη. Φθάνει σε μήκος τα 6 χιλιοστά. Τρέφεται με βλαβερά έντομα και για το λόγο αυτό θεωρείται ωφέλιμο ζώο για τους γεωργούς.
Το ζώο έχει μικρό κεφάλι, που κρύβεται κάτω από τον προθώρακα και κεραίες που έχουν την ικανότητα να συστέλλονται. Τα φτερά του καλύπτονται από έλυτρα, τα οποία έχουν χρώμα κόκκινο. Επάνω τους υπάρχουν επτά μαύρα στίγματα (βούλες). Στο γεγονός οφείλεται και η επιστημονική ονομασία του εντόμου.
Η πασχαλίτσα γεννά πολλά αυγά. Όταν βγαίνουν από αυτά οι προνύμφες είναι μεγάλες σε μήκος και έχουν έξι πόδια. Οι προνύμφες, όπως και τα τέλεια έντομα, μπορούν να τραφούν με αφίδες και επίσης με άλλα έντομα, που είναι επιζήμια για τη γεωργία.
Η πασχαλίτσα (επιστημονική ονομασία: Κοκκινέλλη η επτάστικτος, Coccinella septempunctata) είναι κολεόπτερο έντομο. Ανήκει στην οικογένεια Κοκκινελίδες. Είναι επίσης γνωστό με τις ονομασίες λαμπρίτσα και κοκκινέλλη. Φθάνει σε μήκος τα 6 χιλιοστά. Τρέφεται με βλαβερά έντομα και για το λόγο αυτό θεωρείται ωφέλιμο ζώο για τους γεωργούς.
Το ζώο έχει μικρό κεφάλι, που κρύβεται κάτω από τον προθώρακα και κεραίες που έχουν την ικανότητα να συστέλλονται. Τα φτερά του καλύπτονται από έλυτρα, τα οποία έχουν χρώμα κόκκινο. Επάνω τους υπάρχουν επτά μαύρα στίγματα (βούλες). Στο γεγονός οφείλεται και η επιστημονική ονομασία του εντόμου.
Η πασχαλίτσα γεννά πολλά αυγά. Όταν βγαίνουν από αυτά οι προνύμφες είναι μεγάλες σε μήκος και έχουν έξι πόδια. Οι προνύμφες, όπως και τα τέλεια έντομα, μπορούν να τραφούν με αφίδες και επίσης με άλλα έντομα, που είναι επιζήμια για τη γεωργία.
Πεταλούδα
Η πεταλούδα είναι έντομο της Τάξης των Λεπιδόπτερων. Οι πεταλούδες ανήκουν στο φύλο των αρθρόποδων και την τάξη των εντόμων. Τα είδη τους υπερβαίνουν τον αριθμό των 100.000 σε όλο τον κόσμο. Έχουν μακριές κεραίες, δύο ζεύγη φτερών καλυμμένα με πολύχρωμα λέπια, διαθέτουν στοματικά μόρια μυζητικού τύπου και οι κεραίες τους ποικίλλουν ανάλογα με το είδος.
Η μεταμόρφωσή τους από την στιγμή της γέννησης, σε μορφή κάμπιας (προνύμφες), είναι τεράστια. Έχουν σκωληκόμορφο σώμα και μασητικό στοματικό τύπο, ενώ συχνά διαθέτουν μεταξοειδείς αδένες και με τα λεπτά στρώματα μεταξιού που παράγουν, δημιουργούν ένα κουκούλι, στο οποίο εισέρχονται και μετατρέπονται σε χρυσαλίδες. Όταν βγαίνουν από το κουκούλι, έχουν πλέον τη μορφή ενήλικης πεταλούδας. Οι πεταλούδες είναι φυτοφάγες και συχνά το μεγαλύτερο τμήμα τους παρουσιάζει περιπτώσεις σεξουαλικού διμορφισμού. Τα Λεπιδόπτερα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα ομοιόνευρα, στα οποία οι τέσσερις φτερούγες παρουσιάζουν όμοιες πτυχώσεις και τα ετερόνευρα στα οποία οι πίσω φτερούγες έχουν μειωμένες πτυχώσεις.
Οι πέντε οικογένειες των αληθινών πεταλούδων που συνήθως αναγνωρίζονται στα Papilionoidea είναι:-
Επί του παρόντος οι πεταλούδεςταξινομούνταισε δύο υπεροικογένειες, Εσπεριοΐδαι, γενικώς οι 'εσπερίες' και Παπιλιονίδαι ή 'αληθινές πεταλούδες'. Πρόκειται για συγγενείς ταξινομητικές μονάδες και έτσι οι πεταλούδες συλλογικά θεωρούνται ότι συνθέτουν έναν αληθή κλάδο. Ορισμένοι σύγχρονοι ταξινομιστές τις τοποθετούν όλες στην υπεροικογένεια Papilionoidea, διακρίνοντας τις Εσπερίες από τις άλλες Πεταλούδες μόνον ως προς το επίπεδο στη συνολική σειρά ταξινόμησης.
Η πεταλούδα είναι έντομο της Τάξης των Λεπιδόπτερων. Οι πεταλούδες ανήκουν στο φύλο των αρθρόποδων και την τάξη των εντόμων. Τα είδη τους υπερβαίνουν τον αριθμό των 100.000 σε όλο τον κόσμο. Έχουν μακριές κεραίες, δύο ζεύγη φτερών καλυμμένα με πολύχρωμα λέπια, διαθέτουν στοματικά μόρια μυζητικού τύπου και οι κεραίες τους ποικίλλουν ανάλογα με το είδος.
Η μεταμόρφωσή τους από την στιγμή της γέννησης, σε μορφή κάμπιας (προνύμφες), είναι τεράστια. Έχουν σκωληκόμορφο σώμα και μασητικό στοματικό τύπο, ενώ συχνά διαθέτουν μεταξοειδείς αδένες και με τα λεπτά στρώματα μεταξιού που παράγουν, δημιουργούν ένα κουκούλι, στο οποίο εισέρχονται και μετατρέπονται σε χρυσαλίδες. Όταν βγαίνουν από το κουκούλι, έχουν πλέον τη μορφή ενήλικης πεταλούδας. Οι πεταλούδες είναι φυτοφάγες και συχνά το μεγαλύτερο τμήμα τους παρουσιάζει περιπτώσεις σεξουαλικού διμορφισμού. Τα Λεπιδόπτερα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα ομοιόνευρα, στα οποία οι τέσσερις φτερούγες παρουσιάζουν όμοιες πτυχώσεις και τα ετερόνευρα στα οποία οι πίσω φτερούγες έχουν μειωμένες πτυχώσεις.
Οι πέντε οικογένειες των αληθινών πεταλούδων που συνήθως αναγνωρίζονται στα Papilionoidea είναι:-
- Οικογένεια Παπιγιονίδαι Papilionidae, Μαχάονες
- Οικογένεια Πιερίδαι Pieridae, οι λευκές και οι κίτρινες
- Οικογένεια Λυκαινίδαι Lycaenidae, οι γαλάζιες και οι χαλκόχρωμες πεταλούδες.
- Οικογένεια Ριοδινίδαι Riodinidae
- Οικογένεια Νυμφαλίδαι Nymphalida
Επί του παρόντος οι πεταλούδεςταξινομούνταισε δύο υπεροικογένειες, Εσπεριοΐδαι, γενικώς οι 'εσπερίες' και Παπιλιονίδαι ή 'αληθινές πεταλούδες'. Πρόκειται για συγγενείς ταξινομητικές μονάδες και έτσι οι πεταλούδες συλλογικά θεωρούνται ότι συνθέτουν έναν αληθή κλάδο. Ορισμένοι σύγχρονοι ταξινομιστές τις τοποθετούν όλες στην υπεροικογένεια Papilionoidea, διακρίνοντας τις Εσπερίες από τις άλλες Πεταλούδες μόνον ως προς το επίπεδο στη συνολική σειρά ταξινόμησης.
Μυρμήγκι
Τα μυρμήγκια είναι κοινωνικά έντομα της οικογένειας Formicidae και μαζί με τις σφήκες και τις μέλισσες, αποτελούν την τάξη Υμενόπτερα. Τα μυρμήγκια εξελίχθηκαν από τους σφηκοειδείς προγόνους τους στα μέσα της Κρητιδικής περιόδου 110 έως 130 χρόνια πριν και διαχωρίστηκαν από αυτούς μετά την εποχή των ανθοφόρων φυτών. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 22.000 είδη από τα οποία έχουν ταξινομηθεί περισσότερα από 12.500. Διακρίνονται εύκολα από τις αρθρωτές κεραίες τους και τη χαρακτηριστική δομή του σώματός τους καθώς τα τμήματά του ενώνονται με μικρές αρθρώσεις και η μέση τους είναι ιδιαίτερα λεπτή. Τα μυρμήγκια σχηματίζουν αποικίες με μέγεθος που ποικίλει από μερικές δεκάδες θηρευτές που ζουν σε μικρές φυσικές κοιλότητες έως κοινωνίες με υψηλή οργάνωση που καλύπτουν μεγάλες περιοχές και αποτελούνται από εκατομμύρια μέλη. Οι μεγαλύτερες αποικίες αποτελούνται κυρίως από στείρα άπτερα θηλυκά που σχηματίζουν τάξεις "εργατών", "στρατιωτών", ή άλλες εξειδικευμένες ομάδες. Σχεδόν όλες οι αποικίες μυρμηγκιών έχουν κάποια γόνιμα αρσενικά που αποκαλούνται κηφήνες και ένα ή περισσότερα γόνιμα θηλυκά που αποκαλούνται βασίλισσες. Οι αποικίες περιγράφονται κάποιες φορές ως υπεροργανισμοί επειδή τα μυρμήγκια μοιάζουν να συμπεριφέρονται σαν μια ενιαία ύπαρξη, καθώς εργάζονται συλλογικά για να υποστηρίξουν την αποικία. Τα μυρμήγκια μελιού αποθηκεύουν τροφή για να μην κινδυνέψει η αποικία από λιμό. Τα μυρμήγκια έχουν αποικίσει σχεδόν κάθε ηπειρωτική περιοχή της Γης. Τα μόνα μέρη στα οποία δεν υπάρχουν αυτόχθονες πληθυσμοί μυρμηγκιών είναι η Ανταρκτική και κάποια απομακρυσμένα ή αφιλόξενα νησιά. Τα μυρμήγκια ευημερούν σχεδόν σε όλα τα οικοσυστήματα, και αποτελούν ίσως και το 15-25% της βιομάζας των ζώων της ξηράς.Η επιτυχία τους σε τόσα πολλά περιβάλλοντα έχει αποδοθεί στην κοινωνική τους οργάνωση και την ικανότητά τους να τροποποιούν οικοτόπους, να αξιοποιούν πόρους και να αμύνονται. Η μακροχρόνια παράλληλη εξελικτική πορεία τους με άλλα είδη δημιούργησε μιμητικές, συμβιωτικές, παρασιτικές σχέσεις και σχέσεις αμοιβαιότητας. Όλες οι αποικίες παρουσιάζουν καταμερισμό εργασίας, επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, και ικανότητα επίλυσης περίπλοκων προβλημάτων.Αυτοί οι παραλληλισμοί με τις ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης και αντικείμενο μελέτης. Πολλά μυρμήγκια φτιάχνουν μεγάλες φωλιές, ενώ άλλα είδη είναι νομαδικά και δε χτίζουν μόνιμες κατασκευές. Τα μυρμήγκια φτιάχνουν είτε υπόγειες φωλιές, είτε τις κατασκευάζουν πάνω σε δέντρα. Οι μυρμηγκοφωλιές μπορεί να βρίσκονται στο έδαφος, κάτω από πέτρες, κάτω από πεσμένα τμήματα δέντρων ή μέσα σε αυτά, μέσα σε κοιλότητες κορμών ή ακόμα και σε βελανίδια. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συμπεριλαμβάνουν χώμα καθώς και υλικά προερχόμενα από φυτά,και τα μυρμήγκια επιλέγουν προσεκτικά την τοποθεσία της φωλιάς τους. Τα μυρμήγκια του είδους Temnothorax albipennis αποφεύγουν τοποθεσίες όπου υπάρχουν νεκρά μυρμήγκια, καθώς μπορεί να υποδεικνύουν την ύπαρξη παρασίτων ή ασθενειών. Εγκαταλείπουν γρήγορα τη φωλιά τους στην πρώτη ένδειξη κινδύνου. Η ζωή του μυρμηγκιού ξεκινάει από ένα αυγό. Αν το αυγό είναι γονιμοποιημένο, το μυρμήγκι που θα γεννηθεί θα είναι θηλυκό ειδάλλως θα είναι αρσενικό. Τα μυρμήγκια αναπτύσσονται με πλήρη μεταμόρφωση με τις προνύμφες να περνούν από τη φάση της νύμφης πριν να αναδυθεί ως ενήλικας. Η προνύμφη παραμένει σχεδόν ακίνητη και οι εργάτριες την ταΐζουν και τη φροντίζουν. Το φαγητό δίνεται στην κάμπια μετροφάλλαξη Με τον ίδιο τρόπο μοιράζονται οι ενήλικες την τροφή που είναι αποθηκευμένη στο "κοινό στομάχι". Επίσης στις κάμπιες δίνεται κάποιες φορές στέρεα τροφή όπως τροφικά αυγά (αυγά που έχουν γεννηθεί για να αποτελέσουν τροφή), τμήματα θηράματος και καρπούς που μεταφέρονται από πεπειραμένες εργάτριες. Σε κάποια είδη οι κάμπιες μεταφέρονται απευθείας επάνω στη λεία για να τραφούν. Μία εργάτρια Harpegnathos saltator(μυρμήγκι άλτης) Οι κάμπιες αναπτύσσονται μέσα από μια σειρά αλλαγών μέχρι να εισέλθουν στη φάση της νύμφης. Η νύμφη ελεύθερες προεκτάσεις και όχι λιωμένες και ενωμένες με το σώμα όπως στις νύμφες της πεταλούδας. |
Ψείρα
Ψείρες είναι το κοινό όνομα για τα είδη της υπόταξης Ανόπλουρα, που κατατάσσεται στην τάξη εντόμων Φθειράπτερα Το όνομα χρησιμοποιείται και για άλλα φθειράπτερα.
Η ψείρα, είναι παρασιτικό ζωύφιο, που προσβάλλει τον άνθρωπο και τα ζώα. Ανήκει στα ανόπλευρα και δεν έχει φτερά, καθώς είναι προσαρμοσμένη να κάνει παρασιτική ζωή. Η ψείρα δεν πρέπει να συγχέεται με το άκαρι της ψώρας.
Οι ψείρες που προσβάλουν τον άνθρωπο διακρίνονται σε τρία είδη:
Το 2010 επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι πέτυχαν να αποκωδικοποιήσουν το γονιδίωμα της ψείρας
Ψείρες είναι το κοινό όνομα για τα είδη της υπόταξης Ανόπλουρα, που κατατάσσεται στην τάξη εντόμων Φθειράπτερα Το όνομα χρησιμοποιείται και για άλλα φθειράπτερα.
Η ψείρα, είναι παρασιτικό ζωύφιο, που προσβάλλει τον άνθρωπο και τα ζώα. Ανήκει στα ανόπλευρα και δεν έχει φτερά, καθώς είναι προσαρμοσμένη να κάνει παρασιτική ζωή. Η ψείρα δεν πρέπει να συγχέεται με το άκαρι της ψώρας.
Οι ψείρες που προσβάλουν τον άνθρωπο διακρίνονται σε τρία είδη:
- Η ψείρα του τριχωτού της κεφαλής, που προσβάλλει συνήθως τα παιδιά στα σχολεία και γεννάει τα αυγά της, τις κόνιδες, τα οποία προσκολλάει στις ανθρώπινες τρίχες. Καταπολεμάται με ειδικά φθειροκτόνα και αλοιφές, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται με τη δέουσα προσοχή.
- Η ψείρα του σώματος, είναι λίγο μεγαλύτερη της προηγουμένης σε ίδιο σχήμα η οποία και καταπολεμάται με ειδικά γαλακτώματα και σαπούνια και βράσιμο των ρούχων και κλινοσκεπασμάτων.
- Η λεγόμενη ψείρα του εφηβαίου, η οποία προτιμά τις περιοχές των γεννητικών οργάνων. Αυτές διαφέρουν προς το σχήμα με τις προηγούμενες, είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος και στρογγυλές. Καταπολεμούνται ομοίως όπως του τριχωτού.
Το 2010 επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι πέτυχαν να αποκωδικοποιήσουν το γονιδίωμα της ψείρας
Ψύλλος
Ψύλλος είναι η κοινή ονομασία απτέρων εντόμων που ανήκουν στην τάξη Σιφωνάπτερα. Ορισμένοι επιστήμονες χρησιμοποιούν και τον παλαιότερο όρο Αφανίπτερα. Πρόκειται για εξωτερικά παράσιτα που τρέφονται με αίμα θηλαστικών και πτηνών. Επειδή μεταδίδουν ασθένειες, είναι πολύ επικίνδυνα ζώα και καταπολεμούνται με εντομοκτόνα και άλλους τρόπους.
Το μήκος των εντόμων κυμαίνεται από 1,5 ως 3,3 χιλιοστά.. Συνήθως έχουν χρώμα καφέ. Στο κεφάλι φέρουν κοντές κεραίες και στο στόμα έχουν μυζητικά όργανα, με τα οποία απομυζούν το αίμα. Το σώμα τους είναι πλευρικά πιεσμένο ώστε να μπορούν τα ζώα να μετακινούνται στο τρίχωμα ή στο φτέρωμα των θυμάτων τους (ή για τους ανθρώπους, κάτω από τα ρούχα) και στο πίσω μέρος του αποτελείται από δακτυλίους, οκτώ τον αριθμό. Τα πόδια τους είναι μακριά , επιτρέποντας στα άπτερα ζωΰφια να εκτελούν μεγάλα άλματα και τα πίσω είναι μεγαλύτερα από τα εμπρός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σώμα να παρουσιάζει κλίση προς τα μπροστά. Τα άλματα που κάνουν είναι περίπου 200 φορές μεγαλύτερα από το μήκος του σώματός τους, καθιστώντας τα ζώα αυτά τους καλύτερους άλτες μεταξύ των γνωστών ζώων, σε σύγκριση με το μέγεθος του σώματός τους. Χαρακτηριστικό του σώματός τους είναι επίσης η σκληρότητα, που επιτρέπει να αντέξει την πίεση, όπως π.χ. το ξύσιμο. Είναι στιλπνό και καλύπτεται από πολλές τρίχες και μικρά αγκάθια, τα οποία έχουν κατεύθυνση προς τα πίσω και βοηθούν μεταξύ άλλων τις κινήσεις του ψύλλου στον ξενιστή.Αναφορικά με την εξόντωση των ψύλλων, μπορεί να γίνει με κολλητική ταινία, να συνθλιβούν με τα νύχια, να καούν με αναπτήρα ή σπίρτο ή και να πνιγούν στο νερό
Το δάγκωμα από ψύλλους είναι τόσο ενοχλητικό, καθώς προκαλεί έντονη φαγούρα, όσο και επικίνδυνο, επειδή τα ζώα αυτά αποτελούν ενδιάμεσους ξενιστές για πολλά παράσιτα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να διευκολύνουν στην εξάπλωση των επιδημιών. Για την προφύλαξη από τους ψύλλους πολλές φορές γίνεται προληπτικός καθαρισμός των οικιών, επειδή τα ζωΰφια γεννούν τα αυγά τους σε σκοτεινά και σκονισμένα μέρη. Επίσης, χρησιμοποιούνται εντομοκτόνα.
Ο θηλυκός ψύλλος γεννά πολύ μικρά, λευκά αυγά, σε μέρη που δεν έχει φως και σε γωνίες των σπιτιών με σκόνη. Η εκκόλαψη των αυγών γίνεται εκεί και αναπτύσσονται οι προνύμφες, οι οποίες μοιάζουν με σκουλήκια. Οι προνύμφες σχηματίζουν βομβύκιο (κουκούλι) και μεταμορφώνονται σε τέλεια έντομα. Δεν έχουν μάτια, ωστόσο στο στόμα αναπτύσσουν όργανα που τους επιτρέπουν να μασούν. Παρότι οι ενήλικοι ψύλλοι τρέφονται αποκλειστικά με αίμα, οι προνύμφες τρέφονται και με οργανικές ύλες, μεταξύ των οποίων και περιττώματα των ώριμων ψύλλων
Τα γνωστότερα είδη ψύλλων συμπεριλαμβάνουν τα εξής:
Ψύλλος είναι η κοινή ονομασία απτέρων εντόμων που ανήκουν στην τάξη Σιφωνάπτερα. Ορισμένοι επιστήμονες χρησιμοποιούν και τον παλαιότερο όρο Αφανίπτερα. Πρόκειται για εξωτερικά παράσιτα που τρέφονται με αίμα θηλαστικών και πτηνών. Επειδή μεταδίδουν ασθένειες, είναι πολύ επικίνδυνα ζώα και καταπολεμούνται με εντομοκτόνα και άλλους τρόπους.
Το μήκος των εντόμων κυμαίνεται από 1,5 ως 3,3 χιλιοστά.. Συνήθως έχουν χρώμα καφέ. Στο κεφάλι φέρουν κοντές κεραίες και στο στόμα έχουν μυζητικά όργανα, με τα οποία απομυζούν το αίμα. Το σώμα τους είναι πλευρικά πιεσμένο ώστε να μπορούν τα ζώα να μετακινούνται στο τρίχωμα ή στο φτέρωμα των θυμάτων τους (ή για τους ανθρώπους, κάτω από τα ρούχα) και στο πίσω μέρος του αποτελείται από δακτυλίους, οκτώ τον αριθμό. Τα πόδια τους είναι μακριά , επιτρέποντας στα άπτερα ζωΰφια να εκτελούν μεγάλα άλματα και τα πίσω είναι μεγαλύτερα από τα εμπρός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σώμα να παρουσιάζει κλίση προς τα μπροστά. Τα άλματα που κάνουν είναι περίπου 200 φορές μεγαλύτερα από το μήκος του σώματός τους, καθιστώντας τα ζώα αυτά τους καλύτερους άλτες μεταξύ των γνωστών ζώων, σε σύγκριση με το μέγεθος του σώματός τους. Χαρακτηριστικό του σώματός τους είναι επίσης η σκληρότητα, που επιτρέπει να αντέξει την πίεση, όπως π.χ. το ξύσιμο. Είναι στιλπνό και καλύπτεται από πολλές τρίχες και μικρά αγκάθια, τα οποία έχουν κατεύθυνση προς τα πίσω και βοηθούν μεταξύ άλλων τις κινήσεις του ψύλλου στον ξενιστή.Αναφορικά με την εξόντωση των ψύλλων, μπορεί να γίνει με κολλητική ταινία, να συνθλιβούν με τα νύχια, να καούν με αναπτήρα ή σπίρτο ή και να πνιγούν στο νερό
Το δάγκωμα από ψύλλους είναι τόσο ενοχλητικό, καθώς προκαλεί έντονη φαγούρα, όσο και επικίνδυνο, επειδή τα ζώα αυτά αποτελούν ενδιάμεσους ξενιστές για πολλά παράσιτα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να διευκολύνουν στην εξάπλωση των επιδημιών. Για την προφύλαξη από τους ψύλλους πολλές φορές γίνεται προληπτικός καθαρισμός των οικιών, επειδή τα ζωΰφια γεννούν τα αυγά τους σε σκοτεινά και σκονισμένα μέρη. Επίσης, χρησιμοποιούνται εντομοκτόνα.
Ο θηλυκός ψύλλος γεννά πολύ μικρά, λευκά αυγά, σε μέρη που δεν έχει φως και σε γωνίες των σπιτιών με σκόνη. Η εκκόλαψη των αυγών γίνεται εκεί και αναπτύσσονται οι προνύμφες, οι οποίες μοιάζουν με σκουλήκια. Οι προνύμφες σχηματίζουν βομβύκιο (κουκούλι) και μεταμορφώνονται σε τέλεια έντομα. Δεν έχουν μάτια, ωστόσο στο στόμα αναπτύσσουν όργανα που τους επιτρέπουν να μασούν. Παρότι οι ενήλικοι ψύλλοι τρέφονται αποκλειστικά με αίμα, οι προνύμφες τρέφονται και με οργανικές ύλες, μεταξύ των οποίων και περιττώματα των ώριμων ψύλλων
Τα γνωστότερα είδη ψύλλων συμπεριλαμβάνουν τα εξής:
- Ψύλλος της γάτας (Ctenocephalides felis),
- Ψύλλος των σκύλων (Ctenocephalides canis),
- Ψύλλος του ανθρώπου ή Ερεθιστικός ψύλλος (Pulex irritans), το αντιπροσωπευτικότερο είδος.
- Ψύλλος των αρουραίων του Βορρά (Nosopsyllus fasciatus),
- Ανατολικός ψύλλος των αρουραίων (Xenopsylla cheopis).
Δερμάπτερα
Τα Δερμάπτερα (Dermaptera) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Mε κοινό όνομα λέγονται ψαλίδες. Η τάξη περιλαμβάνει παγκοσμίως επί 1800 είδη. Στη Ευρώπη αναφέρονται 83 είδη, στην Ελλάδα 17. Το κοινό όνομα προέρχεται από το ζεύγος εξαρτημάτων στην οπίσθια άκρη του σώματος, που στα κοινά είδη μοιάζει κάπως με ψαλίδι.
Το σώμα είναι επίμηκες και νωτοκοιλιακά πλατυσμένο, καταλήγοντας στις λεγόμενες ψαλίδες. Το χρώμα ανάλογα με το είδος ποικίλλει μεταξύ ανοιχτό καφέ και μαύρο, μονόχρωμο ή με στίγματα (Εικ. 1). Τα ενήλικα των μεγαλύτερων ειδών φτάνουν τα πέντε εκατοστά σε μήκος, στα μικρότερα είδη δεν γίνουν μεγαλύτερα από 7 χιλιοστόμετρα.
Τα στοματικά μόρια είναι μασητικού τύπου και δείχνουν προς τα μπροστά. Τα οφθαλμίδια λείπουν πάντα, οι σύνθετοι οφθαλμοί κατά κανόνα είναι καλά αναπτυγμένοι, μόνα στα είδη που ζουν πάνω σε άλλα ζώα είναι ασθενώς αναπτυγμένοι ή λείπουν
Ο θώρακας είναι επιμήκης, το πρόνωτο έχει σχήμα ορθογωνίου. Το μετάνωτο επίσης είναι καλά αναπτυγμένο με δυο σειρές αγκαθιών, οι οποίες φράσσουν τις πρόσθιες πτέρυγες στην στάση ηρεμίας. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι μικρές, δερματοειδείς (ψευδέλυτρα, ιδού το όνομα δερμάπτερα), χωρίς φλέβες και αφήνουν την κοιλιά ακάλυπτη (Εικ. 2 μέρος T). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις, μεγάλες, με ημικυκλικό σχήμα και ακτινωτή νεύρωση (Εικ. 2 δεξιά κατά μέρος εξαπλωμένες και αριστερά (μέρος Η) διπλωμένες). Κατέχουν πολλαπλάσια επέκταση από τα μπροστινά. Γιαυτό το λόγο στη στάση είναι πολύπλοκα διπλωμένες. Πρώτα - πρώτα διπλώνονται όπως μια βεντάλια , μετά η κλειστή βεντάλια διπλώνεται κατά μήκος άλλες δυο φορές και χώνεται κάτω από μια πεδία πίσω από το πρώτο τρίτο της πρώτης φλέβας. Αυτή η πεδία πάλι σκεπάζεται από την μπροστινή πτέρυγα με εξαίρεση η καλά χιτινισμένη ακμή, η οποία προβάλλει την πίσω ακμή της μπροστινής πτέρυγας και καλύπτει το πρώτο ουρομερές. Οι ταρσοί είναι τριμερείς.
Τα δερμάπτερα συναντούμε σε υγρά και σκοτεινά μέρη σε όλο τον κόσμο με εξαίρεση τις πολικές περιοχές. Κατά την ημέρα κρύβονται σε ρωγμές. Περίπου 15 είδη ζουν επιζωοτικά σε νυχτερίδες και τρωκτικά.
Σε πολλές γλώσσες το κοινό όνομα των ψαλίδων είναι «σκουλήκι των αυτιών» γιατί κατά λάθος πιστεύεται, πως το έντομο αυτό κατά την νύχτα εισβάλλει στα αυτιά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα δερμάπτερα δεν έχουν καμία οικολογική σημασία.
Μερικά είδη χρησιμοποιούνται για την βιολογική καταπολέμηση βλαβερών εντόμων. Άλλα είδη μπορούν να γίνονται επιζήμια ροκανίζοντας τις άκρες νέων φύλλων, αλλά οι ζημιές παραμένουν μικρές
Τα Δερμάπτερα (Dermaptera) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Mε κοινό όνομα λέγονται ψαλίδες. Η τάξη περιλαμβάνει παγκοσμίως επί 1800 είδη. Στη Ευρώπη αναφέρονται 83 είδη, στην Ελλάδα 17. Το κοινό όνομα προέρχεται από το ζεύγος εξαρτημάτων στην οπίσθια άκρη του σώματος, που στα κοινά είδη μοιάζει κάπως με ψαλίδι.
Το σώμα είναι επίμηκες και νωτοκοιλιακά πλατυσμένο, καταλήγοντας στις λεγόμενες ψαλίδες. Το χρώμα ανάλογα με το είδος ποικίλλει μεταξύ ανοιχτό καφέ και μαύρο, μονόχρωμο ή με στίγματα (Εικ. 1). Τα ενήλικα των μεγαλύτερων ειδών φτάνουν τα πέντε εκατοστά σε μήκος, στα μικρότερα είδη δεν γίνουν μεγαλύτερα από 7 χιλιοστόμετρα.
Τα στοματικά μόρια είναι μασητικού τύπου και δείχνουν προς τα μπροστά. Τα οφθαλμίδια λείπουν πάντα, οι σύνθετοι οφθαλμοί κατά κανόνα είναι καλά αναπτυγμένοι, μόνα στα είδη που ζουν πάνω σε άλλα ζώα είναι ασθενώς αναπτυγμένοι ή λείπουν
Ο θώρακας είναι επιμήκης, το πρόνωτο έχει σχήμα ορθογωνίου. Το μετάνωτο επίσης είναι καλά αναπτυγμένο με δυο σειρές αγκαθιών, οι οποίες φράσσουν τις πρόσθιες πτέρυγες στην στάση ηρεμίας. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι μικρές, δερματοειδείς (ψευδέλυτρα, ιδού το όνομα δερμάπτερα), χωρίς φλέβες και αφήνουν την κοιλιά ακάλυπτη (Εικ. 2 μέρος T). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις, μεγάλες, με ημικυκλικό σχήμα και ακτινωτή νεύρωση (Εικ. 2 δεξιά κατά μέρος εξαπλωμένες και αριστερά (μέρος Η) διπλωμένες). Κατέχουν πολλαπλάσια επέκταση από τα μπροστινά. Γιαυτό το λόγο στη στάση είναι πολύπλοκα διπλωμένες. Πρώτα - πρώτα διπλώνονται όπως μια βεντάλια , μετά η κλειστή βεντάλια διπλώνεται κατά μήκος άλλες δυο φορές και χώνεται κάτω από μια πεδία πίσω από το πρώτο τρίτο της πρώτης φλέβας. Αυτή η πεδία πάλι σκεπάζεται από την μπροστινή πτέρυγα με εξαίρεση η καλά χιτινισμένη ακμή, η οποία προβάλλει την πίσω ακμή της μπροστινής πτέρυγας και καλύπτει το πρώτο ουρομερές. Οι ταρσοί είναι τριμερείς.
Τα δερμάπτερα συναντούμε σε υγρά και σκοτεινά μέρη σε όλο τον κόσμο με εξαίρεση τις πολικές περιοχές. Κατά την ημέρα κρύβονται σε ρωγμές. Περίπου 15 είδη ζουν επιζωοτικά σε νυχτερίδες και τρωκτικά.
Σε πολλές γλώσσες το κοινό όνομα των ψαλίδων είναι «σκουλήκι των αυτιών» γιατί κατά λάθος πιστεύεται, πως το έντομο αυτό κατά την νύχτα εισβάλλει στα αυτιά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα δερμάπτερα δεν έχουν καμία οικολογική σημασία.
Μερικά είδη χρησιμοποιούνται για την βιολογική καταπολέμηση βλαβερών εντόμων. Άλλα είδη μπορούν να γίνονται επιζήμια ροκανίζοντας τις άκρες νέων φύλλων, αλλά οι ζημιές παραμένουν μικρές
Μαντώδη
Τα Μαντώδη (Mantodea) ή οι Μάντισσες είναι μία τάξη εντόμωνπου αποτελείται από περίπου 2.200 είδη τα οποία χωρίζονται σε 9 οικογένεεις Ονομάστηκαν έτσι το 1838 από τον εντομολόγο Χέρμαν Μπούρμαϊστερ, λόγω της στάσης των μπροστινών ποδιών, τα οποία υψώνονται σαν σε προσευχή.
Στη Ευρώπη αναφέρονται 35 είδη, στην Ελλάδα 8. Οι μάντισσες είναι γνωστές και ως αλογάκια της Παναγίας.
Το χρώμα ποικίλλει από σταχτί μέχρι πράσινο ή καφέ και κατά κανόνα συμπίπτει με το χρώμα του περιβάλλοντος. Τα είδη τα οποία παραμονεύουν τη λεία τους σε άνθη, μπορεί να έχουν αρκετά ζωηρά χρώματα (Εικ. 1, αριστερά). Μερικά είδη μπορούν να αλλάζουν το χρώμα τους σε διάσταση μερικών ημερών. Στα μικρά είδη τα ενήλικα φτάνουν μόνο ένα χιλιοστόμετρο, τα μεγαλύτερα είδη αποκτούν μήκος μέχρι 17 χιλιοστόμετρων. Κατά κανόνα τα θηλυκά είναι πιο μεγάλα από τα αρσενικά. Το σώμα είναι μακρόστενο.
Το τριγωνικό κεφάλι (Εικ. 2) κινείται εύκολα γύρο τον άξονα του μέχρι 180°. Τα στοματικά μόρια μασητικού τύπου δείχνουν προς τα κάτω. Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι πολύ καλά αναπτυγμένες. Η θέση τους στις πάνω άκρες του κεφαλιού εξασφαλίζει σχεδόν απεριόριστη ορατότητα . Η μεγάλη απόσταση μεταξύ των οφθαλμών επιτρέπει μια καλή μέτρηση της απόστασης στο θύμα. Αυξάνεται και βελτιώνεται σε κάθε έκδυση. Παραπέρα από τους σύνθετους οφθαλμούς συναντούμε τρία οφθαλμίδια. Στο κεφάλι εκφύονται δυο μακριές νηματοειδείς κεραίες, οι οποίες αποτελούνται από πολλά άρθρα .
Ο θώρακας είναι επιμήκης. Οι ταρσοί των ποδιών είναι πενταμερείς. Το μπροστινό ζεύγος ποδιών είναι ειδικευμένο για ξαφνική εκσφενδόνιση μπρος τα μπροστά. Είναι εφοδιασμένα με σειρές από αγκάθια για να μπορούν να αρπάξουν τα θηράματα του (Εικ. 3). Μετά οι μπροστινές κνήμες διπλώνονται προς τα πίσω στον μηρό και τα δύο περισφίγγουν το κορμί της λείας. Με τα υπόλοιπα τέσσερα μακρά πόδια σκαρφαλώνουν στα φυτά. Οι μπροστινέςπτέρυγες είναι δερματοειδείς (ψευδέλυτρα). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις και στη βάση παρουσιάζουν σαφή επέκταση προς τα πίσω. Η νεύρωση των πτερύγων είναι πρωτόγονη με επανειλημμένως κλαδωτές φλέβες επί μήκος και αρκετές εγκάρσιες φλέβες. Μερικά είδη είναι βραχύπτερα ή άπτερα, πολλές φορές μόνο στα αρσενικά οι πτέρυγες είναι πλήρως αναπτυγμένες
Τα άτομα των μαντωδών ζουν μόνιμα, μερικά είδη εκδηλώνουν επικράτειες. Με το χρωματισμό, τη μορφή του σώματος και την κινήσεις που μοιάσουν με την κίνηση των φύλλων στον άνεμο, τα καλά μεταμφιεσμένα έντομα αυτά συγχέονται με το περιβάλλον και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους θηρευτές τους και από τη λεία τους. Πολλά είδη μπορούν να προσαρμόζουν το χρώμα τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.
Μερικά είδη προκαλούν ήχους για να αποθαρρύνουν πιθανούς θηρευτές. Άλλα είδη φοβίζουν θηρευτές με το ξαφνικό άνοιγμα των πτερύγων με εκπληκτικά χρώματα (Εικ. 4). Μερικά είδη απλά παίρνουν απειλητική στάση ή παριστάνουν νεκρά έντομα. Βέβαια πάντοτε προσπαθούν να φεύγουν τρέχοντας ή πετώντας σε περίπτωση ανάγκης.
Για να αυξάνουν τις επιτυχίες τους κατά την αναζήτηση της τροφής, τα περισσότερα είδη περιμένουν ακίνητα, αλλά υπάρχουν και είδη που ζουν στο έδαφος και πλησιάζουν τη λεία τους έστω αυτή παραμένει ακίνητα. Αρπάζουν τη λεία σε διάστημα ενός εικοστού του δευτερόλεπτου, και την τρώνε με την ησυχία τους. Κυνηγούν κυρίως άλλα έντομα, αλλά και μικρά ερπετά και άλλα ζώα. Στο είδος Tenodera aridifolia sinensis αποδείχθηκε, πως η γύρησυμπληρώνει και βελτιώνει την τροφή. Το γεγονός, πως παρατηρούνται θηλυκά, τα οποία αποκεφαλίζουν και καταβροχθίσουν τα αρσενικά κατά το ζευγάρωμα, είναι μάλλον εξαίρεση στο φυσικό περιβάλλον. Σωστά είναι, πως στην περίπτωση κανιβαλισμού το ζευγάρωμα δεν διακόπτεται. Επίσης κανιβαλισμό παρατηρείται σε πολλά είδη ανεξάρτητα από την αναπαραγωγική συμπεριφορά.
Τα Μαντώδη (Mantodea) ή οι Μάντισσες είναι μία τάξη εντόμωνπου αποτελείται από περίπου 2.200 είδη τα οποία χωρίζονται σε 9 οικογένεεις Ονομάστηκαν έτσι το 1838 από τον εντομολόγο Χέρμαν Μπούρμαϊστερ, λόγω της στάσης των μπροστινών ποδιών, τα οποία υψώνονται σαν σε προσευχή.
Στη Ευρώπη αναφέρονται 35 είδη, στην Ελλάδα 8. Οι μάντισσες είναι γνωστές και ως αλογάκια της Παναγίας.
Το χρώμα ποικίλλει από σταχτί μέχρι πράσινο ή καφέ και κατά κανόνα συμπίπτει με το χρώμα του περιβάλλοντος. Τα είδη τα οποία παραμονεύουν τη λεία τους σε άνθη, μπορεί να έχουν αρκετά ζωηρά χρώματα (Εικ. 1, αριστερά). Μερικά είδη μπορούν να αλλάζουν το χρώμα τους σε διάσταση μερικών ημερών. Στα μικρά είδη τα ενήλικα φτάνουν μόνο ένα χιλιοστόμετρο, τα μεγαλύτερα είδη αποκτούν μήκος μέχρι 17 χιλιοστόμετρων. Κατά κανόνα τα θηλυκά είναι πιο μεγάλα από τα αρσενικά. Το σώμα είναι μακρόστενο.
Το τριγωνικό κεφάλι (Εικ. 2) κινείται εύκολα γύρο τον άξονα του μέχρι 180°. Τα στοματικά μόρια μασητικού τύπου δείχνουν προς τα κάτω. Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι πολύ καλά αναπτυγμένες. Η θέση τους στις πάνω άκρες του κεφαλιού εξασφαλίζει σχεδόν απεριόριστη ορατότητα . Η μεγάλη απόσταση μεταξύ των οφθαλμών επιτρέπει μια καλή μέτρηση της απόστασης στο θύμα. Αυξάνεται και βελτιώνεται σε κάθε έκδυση. Παραπέρα από τους σύνθετους οφθαλμούς συναντούμε τρία οφθαλμίδια. Στο κεφάλι εκφύονται δυο μακριές νηματοειδείς κεραίες, οι οποίες αποτελούνται από πολλά άρθρα .
Ο θώρακας είναι επιμήκης. Οι ταρσοί των ποδιών είναι πενταμερείς. Το μπροστινό ζεύγος ποδιών είναι ειδικευμένο για ξαφνική εκσφενδόνιση μπρος τα μπροστά. Είναι εφοδιασμένα με σειρές από αγκάθια για να μπορούν να αρπάξουν τα θηράματα του (Εικ. 3). Μετά οι μπροστινές κνήμες διπλώνονται προς τα πίσω στον μηρό και τα δύο περισφίγγουν το κορμί της λείας. Με τα υπόλοιπα τέσσερα μακρά πόδια σκαρφαλώνουν στα φυτά. Οι μπροστινέςπτέρυγες είναι δερματοειδείς (ψευδέλυτρα). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις και στη βάση παρουσιάζουν σαφή επέκταση προς τα πίσω. Η νεύρωση των πτερύγων είναι πρωτόγονη με επανειλημμένως κλαδωτές φλέβες επί μήκος και αρκετές εγκάρσιες φλέβες. Μερικά είδη είναι βραχύπτερα ή άπτερα, πολλές φορές μόνο στα αρσενικά οι πτέρυγες είναι πλήρως αναπτυγμένες
Τα άτομα των μαντωδών ζουν μόνιμα, μερικά είδη εκδηλώνουν επικράτειες. Με το χρωματισμό, τη μορφή του σώματος και την κινήσεις που μοιάσουν με την κίνηση των φύλλων στον άνεμο, τα καλά μεταμφιεσμένα έντομα αυτά συγχέονται με το περιβάλλον και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους θηρευτές τους και από τη λεία τους. Πολλά είδη μπορούν να προσαρμόζουν το χρώμα τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.
Μερικά είδη προκαλούν ήχους για να αποθαρρύνουν πιθανούς θηρευτές. Άλλα είδη φοβίζουν θηρευτές με το ξαφνικό άνοιγμα των πτερύγων με εκπληκτικά χρώματα (Εικ. 4). Μερικά είδη απλά παίρνουν απειλητική στάση ή παριστάνουν νεκρά έντομα. Βέβαια πάντοτε προσπαθούν να φεύγουν τρέχοντας ή πετώντας σε περίπτωση ανάγκης.
Για να αυξάνουν τις επιτυχίες τους κατά την αναζήτηση της τροφής, τα περισσότερα είδη περιμένουν ακίνητα, αλλά υπάρχουν και είδη που ζουν στο έδαφος και πλησιάζουν τη λεία τους έστω αυτή παραμένει ακίνητα. Αρπάζουν τη λεία σε διάστημα ενός εικοστού του δευτερόλεπτου, και την τρώνε με την ησυχία τους. Κυνηγούν κυρίως άλλα έντομα, αλλά και μικρά ερπετά και άλλα ζώα. Στο είδος Tenodera aridifolia sinensis αποδείχθηκε, πως η γύρησυμπληρώνει και βελτιώνει την τροφή. Το γεγονός, πως παρατηρούνται θηλυκά, τα οποία αποκεφαλίζουν και καταβροχθίσουν τα αρσενικά κατά το ζευγάρωμα, είναι μάλλον εξαίρεση στο φυσικό περιβάλλον. Σωστά είναι, πως στην περίπτωση κανιβαλισμού το ζευγάρωμα δεν διακόπτεται. Επίσης κανιβαλισμό παρατηρείται σε πολλά είδη ανεξάρτητα από την αναπαραγωγική συμπεριφορά.