Οι Καρχαρίες
είναι ψάρια που ανήκουν στην υπέρταξη σελαχίμορφα. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαρα, γαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχουν ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινο σκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με συνήθως ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από «πλακοειδή λέπια» (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια. Επίσης οι περισσότεροι καρχαρίες είναι ωοζωοτόκα ζώα.
Η ονομασία καρχαρίας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "κάρχαρον" (= πριόνι), λόγω σχήματος και διάταξης των δοντιών του.
Οι καρχαρίες έχουν διαφοροποιηθεί σε περίπου 440 είδη με μέγεθος από 20 εκατοστά μέχρι 15 μέτρα (φαλαινοκαρχαρίας). Ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά μπορεί να τους συναντήσει κανείς σπάνια και σε μεγάλους πλωτούς ποταμούς στους οποίους εισέρχονται ακολουθώντας τα εμπορικά πλοία , με εξαίρεση τον ταυροκαρχαρία που μπορεί να ζήσει άνετα τόσο στο γλυκό όσο και αλμυρό νερό.
Πολλά γνωστά είδη όπως ο λευκός καρχαρίας, ο καρχαρίας τίγρης , ο γλαυκοκαρχαρίας, ο καρχαρίας μακο και ο σφυροκέφαλος είναι κορυφαίοι κυνηγοί. Ωστόσο, παρά το θαυμασμό που προκαλούν στον άνθρωπο, συχνά κινδυνεύουν από δραστηριότητές του, όπως η αλιεία .
Ο Αχινός
Οι αχινοί, είναι μικρά, θαλάσσια ζώα με ασβεστολιθικό σφαιρικό κέλυφος που φέρουν αγκάθια. Ανήκουν στην υπο-συνομοταξία των Εχινοζώων (ή Ελευθεροζώων), της συνομοταξίας των Εχινοδέρμων, στην οποία ανήκουν και ο ιαστερίες . Τα ζώα αυτά σχηματίζουν την ομοταξία των Εχινοειδών.
Απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Ειδικότερα, ζουν στη λάσπη του βυθού ή σε μέρη με φύκια ή επάνω σε βράχους, σε μικρό σχετικά βάθος. Χαρακτηριστικό τους είναι τα μακριά τους αγκάθια, με τα οποία κινούνται, ενώ για την κίνησή τους χρησιμοποιούν και βαδιστικούς ποδίσκους, που έχουν σχήμα σωλήνα. Με τους ποδίσκους προσκολλώνται σε στέρεα υποστηρίγματα και επίσης αναπνέουν. Το κέλυφός τους σχηματίζει κάψα, η διάμετρος της οποίας τυπικά κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά. Τα γνωστότερα χρώματα περιλαμβάνουν το μαύρο και το σκούρο πράσινο , λαδι, καφέ , μωβ και κόκκινο. Τρέφονται κυρίως μεΆ αλλά και Άλγες με μύδια και άλλα ασπόνδυλα και κινούνται αργά. Εχθροί τους είναι οι αστερίες, τα χέλια και άλλα ζώα με τους οποίους τρέφονται. Υπάρχουν γύρω στα 700 είδη αχινών, από τα οποία αρκετά είναι εδώδιμα και αποτελούν αλιεύματα.
Γενικά τα αρσενικά με τα θηλυκά δεν διαφέρουν. Η γονιμοποίηση του θηλυκού γίνεται από τα γεννητικά προϊόντα που βγάζει μέσα στο νερό το αρσενικό. Τα αυγά επίσης τα γεννούν μέσα στο νερό. Το μέρος που τρώγεται είναι οι γεννητικοί αδένες του, όπου βρίσκονται και τα αυγά του, οι οποίοι αποτελούν και αφροδισιακό φαγητό (χαβιάρι).
Οι αχινοί, είναι μικρά, θαλάσσια ζώα με ασβεστολιθικό σφαιρικό κέλυφος που φέρουν αγκάθια. Ανήκουν στην υπο-συνομοταξία των Εχινοζώων (ή Ελευθεροζώων), της συνομοταξίας των Εχινοδέρμων, στην οποία ανήκουν και ο ιαστερίες . Τα ζώα αυτά σχηματίζουν την ομοταξία των Εχινοειδών.
Απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Ειδικότερα, ζουν στη λάσπη του βυθού ή σε μέρη με φύκια ή επάνω σε βράχους, σε μικρό σχετικά βάθος. Χαρακτηριστικό τους είναι τα μακριά τους αγκάθια, με τα οποία κινούνται, ενώ για την κίνησή τους χρησιμοποιούν και βαδιστικούς ποδίσκους, που έχουν σχήμα σωλήνα. Με τους ποδίσκους προσκολλώνται σε στέρεα υποστηρίγματα και επίσης αναπνέουν. Το κέλυφός τους σχηματίζει κάψα, η διάμετρος της οποίας τυπικά κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά. Τα γνωστότερα χρώματα περιλαμβάνουν το μαύρο και το σκούρο πράσινο , λαδι, καφέ , μωβ και κόκκινο. Τρέφονται κυρίως μεΆ αλλά και Άλγες με μύδια και άλλα ασπόνδυλα και κινούνται αργά. Εχθροί τους είναι οι αστερίες, τα χέλια και άλλα ζώα με τους οποίους τρέφονται. Υπάρχουν γύρω στα 700 είδη αχινών, από τα οποία αρκετά είναι εδώδιμα και αποτελούν αλιεύματα.
Γενικά τα αρσενικά με τα θηλυκά δεν διαφέρουν. Η γονιμοποίηση του θηλυκού γίνεται από τα γεννητικά προϊόντα που βγάζει μέσα στο νερό το αρσενικό. Τα αυγά επίσης τα γεννούν μέσα στο νερό. Το μέρος που τρώγεται είναι οι γεννητικοί αδένες του, όπου βρίσκονται και τα αυγά του, οι οποίοι αποτελούν και αφροδισιακό φαγητό (χαβιάρι).
Ο Αστερίας
Ο αστερίας είναι η κοινή ονομασία για τα ζώα που ανήκουν στη συνομοταξία των Εχινόδερμων και σχηματίζουν την ομοταξία των Αστεροειδών (Asteroidea). Το σώμα του αστερία παρουσιάζει ακτινωτή συμμετρία . Τυπικά έχει πέντε βραχίονες ή και περισσότερους, οι οποίοι σχηματίζουν πεντάκτινη συμμετρία. Ο σκελετός του βοηθά μόνο στην προστασία του και όχι στην κίνηση, η οποία γίνεται με σύστημα ποδιών- σωλήνων. Φέρουν ενδοσκελετό, που σημαίνει ότι σχετίζονται με τα Χορδωτά . Η τροφή τους περιλαμβάνει συνήθως ζώα με κέλυφος, όπως μύδια , αχιβάδες και στρείδια . Απαντώνται σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη.
Η κύρια τροφή του αστερία είναι τα μαλάκια, όπως τα μύδια, τα στρείδια, οι αχιβάδες και άλλα ζώα με όστρακο. Η ικανότητα του αστερία να χωνεύει την τροφή του έξω από το σώμα του, τον κάνει να κυνηγά λεία που είναι πολύ μεγαλύτερη από το στόμα του. Έτσι, εκτός από μικρά σε μέγεθος μαλάκια, οι αστερίες τρέφονται και με αρθρόποδα ακόμα και μικρά ψάρια, ειδικά όταν είναι ετοιμοθάνατα. Αρκετά είδη μπορούν να ζήσουν για αρκετό καιρό χωρίς τροφή. Πιστεύεται ότι πιθανότατα λαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από οργανικές ύλες που είναι διαλυμένες στο θαλασσινό νερό. Επίσης, πολλά είδη τρέφονται με οργανισμούς σε αποσύνθεση.
Ακόμα, Τα ζώα αυτά έχουν τόσο σεξουαλική όσο και μη σεξουαλική αναπαραγωγή. Ένας αστερίας μπορεί να είναι αρσενικός ή θηλυκός. Η γονιμοποίηση γίνεται εξωτερικά, με την απελευθέρωση γαμετών στο περιβάλλον, τόσο από το θηλυκό όσο και από το αρσενικό. Τα γονιμοποιημένα έμβρυα συνθέτουν ένα μέρος του ζωοπλαγκτόν. Τα έμβρυά τους χαρακτηρίζονται αρχικά από διμερή συμμετρία, που σημαίνει ότι οι αστερίες είναι συγγενικά ζώα με τα Χορδωτά και κάποτε είχαν συγγενείς όπως τα ψάρια . Η συνέχεια της ανάπτυξης του αστερία όμως είναι διαφορετική και καταλήγει σε πεντάκτινη συμμετρία. Η μη σεξουαλική αναπαραγωγή γίνεται με την ανάπλαση.
Υπάρχουν περισσότερα από 1.800 είδη του ζώου και πολλά δεν έχουν ανακαλυφθεί. Η μεγαλύτερη ποικιλία ειδών απαντάται στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό. Από τα γνωστότερα είδη είναι ο κοινός αστερίας.Η γιαπωνέζικη ποικιλία αστερία που λέγεται στην τοπική γλώσσα Gohongaze θεωρείται φαγώσιμος μεζές.
Ο αστερίας είναι η κοινή ονομασία για τα ζώα που ανήκουν στη συνομοταξία των Εχινόδερμων και σχηματίζουν την ομοταξία των Αστεροειδών (Asteroidea). Το σώμα του αστερία παρουσιάζει ακτινωτή συμμετρία . Τυπικά έχει πέντε βραχίονες ή και περισσότερους, οι οποίοι σχηματίζουν πεντάκτινη συμμετρία. Ο σκελετός του βοηθά μόνο στην προστασία του και όχι στην κίνηση, η οποία γίνεται με σύστημα ποδιών- σωλήνων. Φέρουν ενδοσκελετό, που σημαίνει ότι σχετίζονται με τα Χορδωτά . Η τροφή τους περιλαμβάνει συνήθως ζώα με κέλυφος, όπως μύδια , αχιβάδες και στρείδια . Απαντώνται σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη.
Η κύρια τροφή του αστερία είναι τα μαλάκια, όπως τα μύδια, τα στρείδια, οι αχιβάδες και άλλα ζώα με όστρακο. Η ικανότητα του αστερία να χωνεύει την τροφή του έξω από το σώμα του, τον κάνει να κυνηγά λεία που είναι πολύ μεγαλύτερη από το στόμα του. Έτσι, εκτός από μικρά σε μέγεθος μαλάκια, οι αστερίες τρέφονται και με αρθρόποδα ακόμα και μικρά ψάρια, ειδικά όταν είναι ετοιμοθάνατα. Αρκετά είδη μπορούν να ζήσουν για αρκετό καιρό χωρίς τροφή. Πιστεύεται ότι πιθανότατα λαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από οργανικές ύλες που είναι διαλυμένες στο θαλασσινό νερό. Επίσης, πολλά είδη τρέφονται με οργανισμούς σε αποσύνθεση.
Ακόμα, Τα ζώα αυτά έχουν τόσο σεξουαλική όσο και μη σεξουαλική αναπαραγωγή. Ένας αστερίας μπορεί να είναι αρσενικός ή θηλυκός. Η γονιμοποίηση γίνεται εξωτερικά, με την απελευθέρωση γαμετών στο περιβάλλον, τόσο από το θηλυκό όσο και από το αρσενικό. Τα γονιμοποιημένα έμβρυα συνθέτουν ένα μέρος του ζωοπλαγκτόν. Τα έμβρυά τους χαρακτηρίζονται αρχικά από διμερή συμμετρία, που σημαίνει ότι οι αστερίες είναι συγγενικά ζώα με τα Χορδωτά και κάποτε είχαν συγγενείς όπως τα ψάρια . Η συνέχεια της ανάπτυξης του αστερία όμως είναι διαφορετική και καταλήγει σε πεντάκτινη συμμετρία. Η μη σεξουαλική αναπαραγωγή γίνεται με την ανάπλαση.
Υπάρχουν περισσότερα από 1.800 είδη του ζώου και πολλά δεν έχουν ανακαλυφθεί. Η μεγαλύτερη ποικιλία ειδών απαντάται στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό. Από τα γνωστότερα είδη είναι ο κοινός αστερίας.Η γιαπωνέζικη ποικιλία αστερία που λέγεται στην τοπική γλώσσα Gohongaze θεωρείται φαγώσιμος μεζές.
Ο Ιππόκαμπος
Ο Ιππόκαμπος ανήκει στο ομώνυμο γένος των ιχθύων, της οικογένειας των συγναθιδών, της κλάσης των ακτινοπτερυγίων. Απαντάται στα παράλια ύδατα, κυρίως στις βόρειες θάλασσες και στη Μεσόγειο.
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες.
Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι.
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες.
Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι.
Ο Ιππόκαμπος ανήκει στο ομώνυμο γένος των ιχθύων, της οικογένειας των συγναθιδών, της κλάσης των ακτινοπτερυγίων. Απαντάται στα παράλια ύδατα, κυρίως στις βόρειες θάλασσες και στη Μεσόγειο.
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες.
Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι.
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες.
Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι.
Η Γαρίδα- Γαρίδες (shrimp) είναι η γενική ονομασίαΑρθρόποδων που περιλαμβάνει πολλές οικογένειες που ανήκουν στην υποτάξη Κολυμβητικά και στην τάξη Δεκάποδα . Γενικά ανήκουν στη τάξη των αστακιδών. Το χαρακτηριστικότερο είδος είναι η κοινή γαρίδα (Parapenaeus longirostris). Σε αντίθεση με άλλα συγγενικά τους είδη, που περπατούν, όπως η καραβίδα, οι γαρίδες ζουν αποκλειστικά στη θάλασσα, όπου κολυμπούν. Τα πόδια τους είναι μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσεως. Μπορούν να αναπλάθουν ένα τμήμα του σώματός τους αν πάθει βλάβη ή το χάσουν (αναγεννητική ικανότητα), ικανότητα η οποία υπάρχει σε όλα τα καρκινοειδή. Απαντώνται σε όλες τις θάλασσες και στα γλυκά νερά, όπως επίσης εκτρέφονται για το κρέας τους σε ιδιαίτερα ενυδρεία. Χαρακτηριστικό είδος αυτών είναι η λεγόμενη γάμπαρη (αγγλικά prawns) και επίσης τρώγεται ως ορεκτικό. Γενικά, οι γαρίδες αποτελούν το καλύτερο δόλωμα, ιδιαίτερα στην αλιεία φαγκριών.
Όπως σε όλα τα αρθρόποδα, η γαρίδα έχει σώμα πλατύ από τα πλάγια, που αποτελείται από τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Το σώμα της φθάνει σε μήκος από 5 μέχρι 15 εκ. και είναι επενδυμένο από όστρακο, το οποίο είναι εύκαμπτο. Τα μάτια της είναι σύνθετα και μισχωτά. Ο κεφαλοθώρακας έχει ένα ζεύγος επάνω γνάθων, δύο ζεύγη νηματοειδών κεραιών, τρία ζεύγη γναθικών ποδιών και επίσης πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών. Επίσης, στο μέρος αυτό βρίσκεται και μια χαρακτηριστική προεξοχή, που ονομάζεται ρόστρο. Στο ρόστρο υπάρχουν 7-8 δόντια. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία βρίσκονται στις ενώσεις των ποδιών με το θώρακα. Η κοιλιά της είναι μακριά και βρίσκεται κάτω από τον κεφαλοθώρακα, ενώ καταλήγει σε ένα ζεύγος ουροποδίων μαζί με την ουρά της, το οποίο λέγεται τέλσο . Τα ουροπόδια αυτά σχηματίζουν ένα είδος βεντάλιας και διευκολύνουν στη μετακίνηση των ζώων. Στη ράχη τους σχηματίζεται τρόπιδα.
Οι γαρίδες είναι ζώα σαρκοφάγα και γονοχωριστικά. Γεννούν αυγά, τα οποία απελευθερώνονται στη θάλασσα. Σε άλλες οικογένειες μένουν προσκολλημένα στα πόδια του θηλυκού, όπου γίνεται και η εκκόλαψη. Οι προνύμφες εξέρχονται από τα αυγά και λέγονται ναύπλιοι. Ακολουθούν πολλές εκδύσεις , ώσπου γίνονται ώριμες γαρίδες.
Υπάρχουν αρκετά είδη γαρίδας.Σήμερα είναι γνωστά γύρω στα 2.000 είδη. Στον ελληνικό χώρο το πιο γνωστό είναι το γένο Penaeus, στο οποίο ανήκει η μεγάλη γαρίδα, χρώματος σταχτί . Το μεσογειακό είδος λέγεται κοινά γάμπαρη και φθάνει σε μήκος τα 20 εκατοστά. Υπάρχουν επίσης πιο μικρά είδη, με κοκκινωπό χρώμα, που φέρουν αιχμηρό ασπίδιο με δόντια. Οι μικρές γαρίδες λέγονται και ζαβογαρίδες, εξαιτίας του μεγέθους τους. Οι μεγάλες γαρίδες του γλυκού νερού έχουν μεγάλες κεραίες και μικρό κεφάλι. Οι τελευταίες ανήκουν στην τάξη Αμφίποδα . Παρόμοιο είδος ζει στη θάλασσα και λέγεται «γάμμαρος η ακρίς».
Όπως σε όλα τα αρθρόποδα, η γαρίδα έχει σώμα πλατύ από τα πλάγια, που αποτελείται από τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Το σώμα της φθάνει σε μήκος από 5 μέχρι 15 εκ. και είναι επενδυμένο από όστρακο, το οποίο είναι εύκαμπτο. Τα μάτια της είναι σύνθετα και μισχωτά. Ο κεφαλοθώρακας έχει ένα ζεύγος επάνω γνάθων, δύο ζεύγη νηματοειδών κεραιών, τρία ζεύγη γναθικών ποδιών και επίσης πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών. Επίσης, στο μέρος αυτό βρίσκεται και μια χαρακτηριστική προεξοχή, που ονομάζεται ρόστρο. Στο ρόστρο υπάρχουν 7-8 δόντια. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία βρίσκονται στις ενώσεις των ποδιών με το θώρακα. Η κοιλιά της είναι μακριά και βρίσκεται κάτω από τον κεφαλοθώρακα, ενώ καταλήγει σε ένα ζεύγος ουροποδίων μαζί με την ουρά της, το οποίο λέγεται τέλσο . Τα ουροπόδια αυτά σχηματίζουν ένα είδος βεντάλιας και διευκολύνουν στη μετακίνηση των ζώων. Στη ράχη τους σχηματίζεται τρόπιδα.
Οι γαρίδες είναι ζώα σαρκοφάγα και γονοχωριστικά. Γεννούν αυγά, τα οποία απελευθερώνονται στη θάλασσα. Σε άλλες οικογένειες μένουν προσκολλημένα στα πόδια του θηλυκού, όπου γίνεται και η εκκόλαψη. Οι προνύμφες εξέρχονται από τα αυγά και λέγονται ναύπλιοι. Ακολουθούν πολλές εκδύσεις , ώσπου γίνονται ώριμες γαρίδες.
Υπάρχουν αρκετά είδη γαρίδας.Σήμερα είναι γνωστά γύρω στα 2.000 είδη. Στον ελληνικό χώρο το πιο γνωστό είναι το γένο Penaeus, στο οποίο ανήκει η μεγάλη γαρίδα, χρώματος σταχτί . Το μεσογειακό είδος λέγεται κοινά γάμπαρη και φθάνει σε μήκος τα 20 εκατοστά. Υπάρχουν επίσης πιο μικρά είδη, με κοκκινωπό χρώμα, που φέρουν αιχμηρό ασπίδιο με δόντια. Οι μικρές γαρίδες λέγονται και ζαβογαρίδες, εξαιτίας του μεγέθους τους. Οι μεγάλες γαρίδες του γλυκού νερού έχουν μεγάλες κεραίες και μικρό κεφάλι. Οι τελευταίες ανήκουν στην τάξη Αμφίποδα . Παρόμοιο είδος ζει στη θάλασσα και λέγεται «γάμμαρος η ακρίς».
Το Μύδι
Το μύδι είναι γένος θαλάσσιων οργανισμών, που ανήκει στην οικογένεια Μυτιλίδες. Με τη σειρά της η οικογένεια αυτή ανήκει στα Δίθυρα ελασματοβράγχια ή πελεκύποδα μαλάκια. Το χαρακτηριστικότερο είδος ονομάζεται Mytilus edulis. Διακρίνουμε πολλές ποικιλίες ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος και τον τόπο προέλευσης. Απαντάται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες. Θεωρείται εύγευστη τροφή και πολύ θρεπτική. Για το λόγο αυτό εκτρέφεται σε μυδοκαλλιέργειες.
Έχει όστρακα με μήκος 5 εκ. και με χρώμα κυανό και μαύρο, τα οποία στερούνται ακτινωτών ραβδώσεων. Στο εσωτερικό τους υπάρχει μάργαρο, που όμως δεν είναι πολύ στιλπνό. Μεταξύ των δύο οστράκων, στην πιο ίσια πλευρά τους υπάρχει μια τούφα από ίνες, ο βύσσος. Με τη βοήθεια του βύσσου το μύδι στερεώνεται στο βυθό, στις πέτρες ή και σε άλλα αντικείμενα.
Πρόκειται για ωοτόκα ζώα. Τη γονιμοποίηση των αυγών την αναλαμβάνει το αρσενικό. Από τα αβγά βγαίνουν προνύμφες, οι οποίες επί έναν μήνα πλέουν στη θάλασσα και έπειτα προσκολλώνται σε κάποια επιφάνεια.
Τα μύδια τρέφονται με μικροοργανισμούς της θάλασσας. Καθώς το νερό περνά μέσα από το όστρακο, το μύδι κατακρατεί τους οργανισμούς αυτούς.
Το μύδι είναι γένος θαλάσσιων οργανισμών, που ανήκει στην οικογένεια Μυτιλίδες. Με τη σειρά της η οικογένεια αυτή ανήκει στα Δίθυρα ελασματοβράγχια ή πελεκύποδα μαλάκια. Το χαρακτηριστικότερο είδος ονομάζεται Mytilus edulis. Διακρίνουμε πολλές ποικιλίες ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος και τον τόπο προέλευσης. Απαντάται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες. Θεωρείται εύγευστη τροφή και πολύ θρεπτική. Για το λόγο αυτό εκτρέφεται σε μυδοκαλλιέργειες.
Έχει όστρακα με μήκος 5 εκ. και με χρώμα κυανό και μαύρο, τα οποία στερούνται ακτινωτών ραβδώσεων. Στο εσωτερικό τους υπάρχει μάργαρο, που όμως δεν είναι πολύ στιλπνό. Μεταξύ των δύο οστράκων, στην πιο ίσια πλευρά τους υπάρχει μια τούφα από ίνες, ο βύσσος. Με τη βοήθεια του βύσσου το μύδι στερεώνεται στο βυθό, στις πέτρες ή και σε άλλα αντικείμενα.
Πρόκειται για ωοτόκα ζώα. Τη γονιμοποίηση των αυγών την αναλαμβάνει το αρσενικό. Από τα αβγά βγαίνουν προνύμφες, οι οποίες επί έναν μήνα πλέουν στη θάλασσα και έπειτα προσκολλώνται σε κάποια επιφάνεια.
Τα μύδια τρέφονται με μικροοργανισμούς της θάλασσας. Καθώς το νερό περνά μέσα από το όστρακο, το μύδι κατακρατεί τους οργανισμούς αυτούς.
Ο Αστακός
Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων-μαλακοστράκων που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες, την οικογένεια τωναστακιδών και στην οικογένεια των παλινουριδών. Και τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους.
Ο πιο κοινός, σπουδαιότερος αλλά και οικονομικότερος εξ αυτών είναι ο "αστακός χόμαρος" (homard), γνωστότερος στην Ελλάδα ως "θαλασσινός αστακός" ή "καραβιδομάνα" ή "καραβιδαστακός", είναι αυτός που φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες, τον οποίο και θεωρούν οι Ευρωπαίοι ως γνήσιο αστακό. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο "αστακός ο παλίουρος" (Palinurus) που φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες, πρόκειται γι΄ αυτόν που οι Γάλλοι τον αποκαλούν "langouste". Τέλος ο "αμερικανικός αστακός" που είναι είδος χούμαρου με δαγκάνες και εισάγεται από την Αμερική. Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και αστακοί γλυκέων υδάτων που ζουν σε εκβολές ποταμών, λίμνες και στάσιμα αλλά καθαρά ύδατα. Τέτοιοι είναι ο αστακός ο ευγενής, ο αστακός ο λευκόπους, και ο αστακός ο ποτάμιος.
Οι αστακοί μπορούν να ζήσουν περισσότερο από 100 χρόνια. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η εκτροφή του,παράδειγμα για να έχει βάρος 1 κιλού απαιτούνται 8-10 έτη ανάλογα με το βιότοπο και την ποιότητα των υδάτων έτσι είναι ασύμφορη η ιχθυοκαλλιέργεια του.
Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων-μαλακοστράκων που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες, την οικογένεια τωναστακιδών και στην οικογένεια των παλινουριδών. Και τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους.
Ο πιο κοινός, σπουδαιότερος αλλά και οικονομικότερος εξ αυτών είναι ο "αστακός χόμαρος" (homard), γνωστότερος στην Ελλάδα ως "θαλασσινός αστακός" ή "καραβιδομάνα" ή "καραβιδαστακός", είναι αυτός που φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες, τον οποίο και θεωρούν οι Ευρωπαίοι ως γνήσιο αστακό. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο "αστακός ο παλίουρος" (Palinurus) που φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες, πρόκειται γι΄ αυτόν που οι Γάλλοι τον αποκαλούν "langouste". Τέλος ο "αμερικανικός αστακός" που είναι είδος χούμαρου με δαγκάνες και εισάγεται από την Αμερική. Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και αστακοί γλυκέων υδάτων που ζουν σε εκβολές ποταμών, λίμνες και στάσιμα αλλά καθαρά ύδατα. Τέτοιοι είναι ο αστακός ο ευγενής, ο αστακός ο λευκόπους, και ο αστακός ο ποτάμιος.
Οι αστακοί μπορούν να ζήσουν περισσότερο από 100 χρόνια. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η εκτροφή του,παράδειγμα για να έχει βάρος 1 κιλού απαιτούνται 8-10 έτη ανάλογα με το βιότοπο και την ποιότητα των υδάτων έτσι είναι ασύμφορη η ιχθυοκαλλιέργεια του.
O ξιφίας, κοινώς ξιφιός, είναι μεγάλο μεταναστευτικό αρπακτικό ψάρι, του οποίου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μακρυά και επίπεδη επέκταση της άνω σιαγόνας, η οποία μοιάζει με ξίφος, εξ ου και η ονομασία του. Ο ξιφίας έχει μεγάλο επίμηκες και στρογγυλό σώμα και χάνει όλα τα δόντια και τα λέπια του μέχρι την ενηλικίωση. Μπορεί να ζήσει κοντά στην ακτή. Το μήκος του φτάνει τα 4 - 4,5 μέτρα, ενώ έχουν καταγραφεί και ξιφίες που το βάρος τους ήταν λίγο μεγαλύτερο από μισό τόνο. Ένας ξιφίας που πιάστηκε στη Χιλή το 1953 είχε βάρος 536,15 κιλά.Είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας των ξιφιιδών.
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ο ξιφίας βασίζεται στη μεγάλη ταχύτητα (80 χιλιόμετρα την ώρα) και την ευκινησία του, ενώ χρησιμοποιεί το "ξίφος" για να τραυματίσει εχθρούς ή θηράματα, τόσο με εφόρμηση (κάθετα ως λόγχη) όσο και θεριστικά (δεξιά - αριστερά ως δρεπάνι) μέσα σε κοπάδι ψαριών. Ο ξιφίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των τόνων. Ένας από τους λίγους φυσικούς εχθρούς του ξιφία είναι ο καρχαρίας μάκο , ο οποίος μπορεί να κυνηγήσει τον ξιφία επειδή είναι αρκετά μεγάλος και γρήγορος, αλλά δεν βγαίνει πάντα νικητής, καθώς ο ξιφίας μπορεί να τον τραυματίσει θανάσιμα.
Μοναδικός πραγματικός εχθρός του ξιφία είναι μικρά θαλάσσια παράσιτα που γαντζώνονται πάνω του και τον βασανίζουν. Στις περιπτώσεις αυτές πλησιάζει τις ακτές και τρίβεται με μανία στα βράχια οπότε και καθίσταται πολύ επικίνδυνος.
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ο ξιφίας βασίζεται στη μεγάλη ταχύτητα (80 χιλιόμετρα την ώρα) και την ευκινησία του, ενώ χρησιμοποιεί το "ξίφος" για να τραυματίσει εχθρούς ή θηράματα, τόσο με εφόρμηση (κάθετα ως λόγχη) όσο και θεριστικά (δεξιά - αριστερά ως δρεπάνι) μέσα σε κοπάδι ψαριών. Ο ξιφίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των τόνων. Ένας από τους λίγους φυσικούς εχθρούς του ξιφία είναι ο καρχαρίας μάκο , ο οποίος μπορεί να κυνηγήσει τον ξιφία επειδή είναι αρκετά μεγάλος και γρήγορος, αλλά δεν βγαίνει πάντα νικητής, καθώς ο ξιφίας μπορεί να τον τραυματίσει θανάσιμα.
Μοναδικός πραγματικός εχθρός του ξιφία είναι μικρά θαλάσσια παράσιτα που γαντζώνονται πάνω του και τον βασανίζουν. Στις περιπτώσεις αυτές πλησιάζει τις ακτές και τρίβεται με μανία στα βράχια οπότε και καθίσταται πολύ επικίνδυνος.
Ο Σφυροκέφαλος
Οι σφυροκέφαλοι είναι καρχαρίες που ανήκουν στην τάξη καρχαρινόμορφα με χαρακτηριστική και ασυνήθιστη δομή κεφαλιού, το οποίο επιπεδοποιείται και επεκτείνεται σαν σφυρί. Οι σφυροκέφαλοι αποτελούν την οικογένεια σφυρνίδες και χωρίζονται σε δύο γένη, το γένος Σφύρνα και το γένος Ευσφύρα που περιλαμβάνει μόνο ένα είδος. Ο ρόλος της δομής του κεφαλιού δεν είναι επακριβώς γνωστός, με θεωρείες να υποστηρίζουν ότι οξύνει τις αισθήσεις ή ότι βοηθάει στην μετακίνηση και στην χειραγώγιση της λείας. Οι σφυροκέφαλοι συχνάζουν κοντά στις ακτές και είναι από τα λίγα είδη καρχαριών που σχηματίζουν κοπάδια. Το μήκος ποικίλει ανάλογα με το είδος από 0,9 σε 6 μέτρα και φτάνουν σε βάρος το μισό τόνο.
Έχει ειπωθεί ότι το σχήμα του κρανίου βελτιώνει την όραση του σφυροκέφαλου. Η θέση των ματιών δίνει στον καρχαρίαστερεοσκοπική όραση , καθώς και πλήρη ορατότητα 360 μοιρών στο κάθετο άξονα, που σημαίνει ότι μπορούν να δουν τόσο πάνω, όσο και κάτω συνέχεια. Επίσης το σχήμα του κρανίου μπορεί να βοηθάει στην ευρύτερη κατανομή των φυσίγγιων του Λορετζίνι, βελτιώνοντας την αίσθηση των ηλεκτρικών πεδίων και βοηθώντας με αυτό το τρόπο το σφυροκέφαλο να εντοπίσει ευκολότερα την λεία του.
Οι σφυροκέφαλοι είναι καρχαρίες που ανήκουν στην τάξη καρχαρινόμορφα με χαρακτηριστική και ασυνήθιστη δομή κεφαλιού, το οποίο επιπεδοποιείται και επεκτείνεται σαν σφυρί. Οι σφυροκέφαλοι αποτελούν την οικογένεια σφυρνίδες και χωρίζονται σε δύο γένη, το γένος Σφύρνα και το γένος Ευσφύρα που περιλαμβάνει μόνο ένα είδος. Ο ρόλος της δομής του κεφαλιού δεν είναι επακριβώς γνωστός, με θεωρείες να υποστηρίζουν ότι οξύνει τις αισθήσεις ή ότι βοηθάει στην μετακίνηση και στην χειραγώγιση της λείας. Οι σφυροκέφαλοι συχνάζουν κοντά στις ακτές και είναι από τα λίγα είδη καρχαριών που σχηματίζουν κοπάδια. Το μήκος ποικίλει ανάλογα με το είδος από 0,9 σε 6 μέτρα και φτάνουν σε βάρος το μισό τόνο.
Έχει ειπωθεί ότι το σχήμα του κρανίου βελτιώνει την όραση του σφυροκέφαλου. Η θέση των ματιών δίνει στον καρχαρίαστερεοσκοπική όραση , καθώς και πλήρη ορατότητα 360 μοιρών στο κάθετο άξονα, που σημαίνει ότι μπορούν να δουν τόσο πάνω, όσο και κάτω συνέχεια. Επίσης το σχήμα του κρανίου μπορεί να βοηθάει στην ευρύτερη κατανομή των φυσίγγιων του Λορετζίνι, βελτιώνοντας την αίσθηση των ηλεκτρικών πεδίων και βοηθώντας με αυτό το τρόπο το σφυροκέφαλο να εντοπίσει ευκολότερα την λεία του.
Το Σάλαχι
Το σαλάχι ή σελάχι η κοινή ονομασία των είδων χονδριχθύων που ανήκουν στην υπέρταξη βατοειδή. Τα βατοειδή περιλαμβάνουν 500 είδη σε 13 οικογένειες. Είναι συγγενικά με τους καρχαρίες . Χαρακτηρίζονται από τα μεγάλα θωρακικά πτερύγιά τους.
Τα σαλάχια φτάνουν σε μεγάλο βάθος, βρίσκονται δε σχεδόν σε όλες τις θάλασσες. Το σώμα τους είναι ατρακτοειδές και φέρει μεγάλα πτερύγια που τα βοηθούν με διάφορες κυματοειδείς κινήσεις να κολυμπούν και να ελίσσονται πολύ γρήγορα. Είναι πεπιεσμένα στην κοιλιά και ο σκελετός τους είναι χόνδρινος .
Τα πτερύγια του σαλαχιού ενώνονται με το κεφάλι, ενώ το στόμα του βρίσκεται στο μέρος της κοιλιάς, έχει δε σχήμα εγκάρσιας τομής. Τα δόντια του είναι πριονωτά. Το δέρμα της ράχης είναι σκληρό μοιάζοντας με αυτό των καρχαριοειδών , είναι δε χρώματος γκρίζου, κιτρινωπού ή ελαιοπράσινου, φέρει δε σε ορισμένα είδη και κηλίδες.
Η όσφρηση και η όρασή του είναι εξαιρετικά αναπτυγμένες. Τα μάτια του βρίσκονται στη ράχη, ενώ σε ορισμένα είδη είναι τοποθετημένα πλευρικά στο κεφάλι, το οποίο καταλήγει σε ένα στρογγυλεμένο ρύγχος . Η αφή του βρίσκεται σε όλη την επιφάνεια του σώματος. Το σαλάχι έχει φάρυγγα και οισοφάγο μυώδεις και ισχυρούς. Το στομάχι του είναι σε σχήμα θυλάκου ενώ το έντερο του είναι μικρό σε μήκος και ευθύγραμμο. Το άκρο του σώματός του καταλήγει σε μακριά ουρά που μοιάζει με μαστίγιο, η άκρη της οποίας σε αρκετά είδη έχει δηλητήριο και σε μερικά ηλεκτρισμό. Αποτελεί ισχυρό όπλο αλλά και όργανο αναπαραγωγής .
Το μήκος και το βάρος τους ποικίλει ανάλογα με το είδος και φτάνει τα 7,6 μέτρα και τα 1.300 κιλά για το σαλάχι μάντα , το μεγαλύτερο σαλάχι. Πολλαπλασιάζονται με αβγά που γονιμοποιούνται μέσα στο σώμα του θηλυκού και παραμένουν εκεί μέχρι την επώαση, μετά 5-12 μήνες, ανάλογα με το περιβάλλον. Τα μικρά σαλάχια βγαίνουν τότε ζωντανά από το σώμα του θηλυκού.
Τα σαλάχια είναι σαρκοφάγα και επιτίθενται σε κοπάδια ψαριών τρώγοντας μεγάλες ποσότητες. Μερικά είδη θεωρούνται επικίνδυνα για τον άνθρωπο.
Τα σαλάχια ψαρεύονται για τη σάρκα των πτερυγίων τους , που είναι εξαιρετικά εύγευστη, αλλά και για το δέρμα τους, ενώ απο το συκώτι τους εξάγεται έλαιο πλούσιο σε βιταμίνη D.
Το σαλάχι ή σελάχι η κοινή ονομασία των είδων χονδριχθύων που ανήκουν στην υπέρταξη βατοειδή. Τα βατοειδή περιλαμβάνουν 500 είδη σε 13 οικογένειες. Είναι συγγενικά με τους καρχαρίες . Χαρακτηρίζονται από τα μεγάλα θωρακικά πτερύγιά τους.
Τα σαλάχια φτάνουν σε μεγάλο βάθος, βρίσκονται δε σχεδόν σε όλες τις θάλασσες. Το σώμα τους είναι ατρακτοειδές και φέρει μεγάλα πτερύγια που τα βοηθούν με διάφορες κυματοειδείς κινήσεις να κολυμπούν και να ελίσσονται πολύ γρήγορα. Είναι πεπιεσμένα στην κοιλιά και ο σκελετός τους είναι χόνδρινος .
Τα πτερύγια του σαλαχιού ενώνονται με το κεφάλι, ενώ το στόμα του βρίσκεται στο μέρος της κοιλιάς, έχει δε σχήμα εγκάρσιας τομής. Τα δόντια του είναι πριονωτά. Το δέρμα της ράχης είναι σκληρό μοιάζοντας με αυτό των καρχαριοειδών , είναι δε χρώματος γκρίζου, κιτρινωπού ή ελαιοπράσινου, φέρει δε σε ορισμένα είδη και κηλίδες.
Η όσφρηση και η όρασή του είναι εξαιρετικά αναπτυγμένες. Τα μάτια του βρίσκονται στη ράχη, ενώ σε ορισμένα είδη είναι τοποθετημένα πλευρικά στο κεφάλι, το οποίο καταλήγει σε ένα στρογγυλεμένο ρύγχος . Η αφή του βρίσκεται σε όλη την επιφάνεια του σώματος. Το σαλάχι έχει φάρυγγα και οισοφάγο μυώδεις και ισχυρούς. Το στομάχι του είναι σε σχήμα θυλάκου ενώ το έντερο του είναι μικρό σε μήκος και ευθύγραμμο. Το άκρο του σώματός του καταλήγει σε μακριά ουρά που μοιάζει με μαστίγιο, η άκρη της οποίας σε αρκετά είδη έχει δηλητήριο και σε μερικά ηλεκτρισμό. Αποτελεί ισχυρό όπλο αλλά και όργανο αναπαραγωγής .
Το μήκος και το βάρος τους ποικίλει ανάλογα με το είδος και φτάνει τα 7,6 μέτρα και τα 1.300 κιλά για το σαλάχι μάντα , το μεγαλύτερο σαλάχι. Πολλαπλασιάζονται με αβγά που γονιμοποιούνται μέσα στο σώμα του θηλυκού και παραμένουν εκεί μέχρι την επώαση, μετά 5-12 μήνες, ανάλογα με το περιβάλλον. Τα μικρά σαλάχια βγαίνουν τότε ζωντανά από το σώμα του θηλυκού.
Τα σαλάχια είναι σαρκοφάγα και επιτίθενται σε κοπάδια ψαριών τρώγοντας μεγάλες ποσότητες. Μερικά είδη θεωρούνται επικίνδυνα για τον άνθρωπο.
Τα σαλάχια ψαρεύονται για τη σάρκα των πτερυγίων τους , που είναι εξαιρετικά εύγευστη, αλλά και για το δέρμα τους, ενώ απο το συκώτι τους εξάγεται έλαιο πλούσιο σε βιταμίνη D.
Η Μέδουσα
Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των κοιλεντερωτών, υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)(σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες.
Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα, Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που τις επιτρέπει να έχουν όραση 360 μοιρών.
Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο , το νευρικό τους σύστημα τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή, και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους που μοιάζει με καμπάνα . Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού.
Το πεπτικό τους σύστημα δεν χρειάστηκε να εξελιχθεί σε σχέση με αυτό πολλών ζώων· από το ίδιο άνοιγμα (στόμα, βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της «καμπάνας») γίνεται η πρόσληψη αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη και οδηγεί σε ακτινωτά σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται κατά 94-98% από νερό. Η «καμπάνα» της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανή, ζελατινώδη μάζα
Οι Μέδουσες συνήθως αναπαράγονται σεξουαλικά γεννώντας πολύποδες από τους οποίους οι μέδουσες φέρονται να γεννιούνται μη σεξουαλικά
Οι μέδουσες είναι σημαντική πηγή τροφής για τους Κινέζους αλλά και σε άλλες ασιατικές χώρες.Ενδεικτικά, στην Κίνα, οι επεξεργασμένες μέδουσες αφαλατώνονται με εμβάπτιση στο νερό όλη τη νύχτα και τρώγονται μαγειρεμένες ή ωμές. Συχνά σερβίρονται ως σαλάτα, μαζί με λαχανικά. Στην Ιαπώνια τις πλένουν, τις κόβουν σε λωρίδες και τις σερβίρουν ως ορεκτικό με ξίδι.
Όταν κάποιος τσιμπηθεί από τσούχτρα, χρειάζεται απαραίτητα πρώτες βοήθειες . Τα τσιμπήματα των σκυφόζωων μεδουσών γενικά δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, κάποια είδη από τα κυβόζωα , όπως το Irukandji, μπορεί να αποβούν θανατηφόρα. Το τσίμπημα των μεδουσών προκαλεί οξύ πόνο και μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία και ίσως τον θάνατο. Για τον λόγο αυτό, όταν κάποιοι άνθρωποι τσιμπηθούν από τσούχτρα, θα πρέπει να βγουν αμέσως έξω από το νερό, προς αποφυγή πνιγμού.
Για τις πρώτες βοήθειες, οι κύριοι στόχοι είναι η αποφυγή τραυματισμού των διασωστών (γι’ αυτό συνιστάται να φορούν ειδικά ρούχα, που θα καλύπτουν σημεία του σώματος), η απενεργοποίηση των κνιδοκύστεων (για να μη γίνει ενδοφλέβια ένεση στον ασθενή) και η αφαίρεση των πλοκάμων που πιθανόν έχουν κολλήσει στο σώμα του ασθενούς.
Για τα τσιμπήματα ενός συγκεκριμένου είδους μέδουσας, μπορεί να τοποθετηθεί ξίδι στην πληγή. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και νερό της θάλασσας αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμο το ξίδι. Δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο νερό, γιατί η αλλαγή της ωσμωτικής τονικότητας μπορεί να απελευθερώσει επιπλέον δηλητήριο. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται ο κνησμός του τραύματος, η χρήση οινοπνεύματος, αμμωνίας και παρόμοιων ουσιών. Ένα ζεστό μπάνιο μπορεί επίσης να βοηθήσει, με εξαίρεση την περίπτωση υποθερμίας.
Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των κοιλεντερωτών, υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)(σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες.
Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα, Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που τις επιτρέπει να έχουν όραση 360 μοιρών.
Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο , το νευρικό τους σύστημα τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή, και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους που μοιάζει με καμπάνα . Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού.
Το πεπτικό τους σύστημα δεν χρειάστηκε να εξελιχθεί σε σχέση με αυτό πολλών ζώων· από το ίδιο άνοιγμα (στόμα, βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της «καμπάνας») γίνεται η πρόσληψη αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη και οδηγεί σε ακτινωτά σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται κατά 94-98% από νερό. Η «καμπάνα» της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανή, ζελατινώδη μάζα
Οι Μέδουσες συνήθως αναπαράγονται σεξουαλικά γεννώντας πολύποδες από τους οποίους οι μέδουσες φέρονται να γεννιούνται μη σεξουαλικά
Οι μέδουσες είναι σημαντική πηγή τροφής για τους Κινέζους αλλά και σε άλλες ασιατικές χώρες.Ενδεικτικά, στην Κίνα, οι επεξεργασμένες μέδουσες αφαλατώνονται με εμβάπτιση στο νερό όλη τη νύχτα και τρώγονται μαγειρεμένες ή ωμές. Συχνά σερβίρονται ως σαλάτα, μαζί με λαχανικά. Στην Ιαπώνια τις πλένουν, τις κόβουν σε λωρίδες και τις σερβίρουν ως ορεκτικό με ξίδι.
Όταν κάποιος τσιμπηθεί από τσούχτρα, χρειάζεται απαραίτητα πρώτες βοήθειες . Τα τσιμπήματα των σκυφόζωων μεδουσών γενικά δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, κάποια είδη από τα κυβόζωα , όπως το Irukandji, μπορεί να αποβούν θανατηφόρα. Το τσίμπημα των μεδουσών προκαλεί οξύ πόνο και μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία και ίσως τον θάνατο. Για τον λόγο αυτό, όταν κάποιοι άνθρωποι τσιμπηθούν από τσούχτρα, θα πρέπει να βγουν αμέσως έξω από το νερό, προς αποφυγή πνιγμού.
Για τις πρώτες βοήθειες, οι κύριοι στόχοι είναι η αποφυγή τραυματισμού των διασωστών (γι’ αυτό συνιστάται να φορούν ειδικά ρούχα, που θα καλύπτουν σημεία του σώματος), η απενεργοποίηση των κνιδοκύστεων (για να μη γίνει ενδοφλέβια ένεση στον ασθενή) και η αφαίρεση των πλοκάμων που πιθανόν έχουν κολλήσει στο σώμα του ασθενούς.
Για τα τσιμπήματα ενός συγκεκριμένου είδους μέδουσας, μπορεί να τοποθετηθεί ξίδι στην πληγή. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και νερό της θάλασσας αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμο το ξίδι. Δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο νερό, γιατί η αλλαγή της ωσμωτικής τονικότητας μπορεί να απελευθερώσει επιπλέον δηλητήριο. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται ο κνησμός του τραύματος, η χρήση οινοπνεύματος, αμμωνίας και παρόμοιων ουσιών. Ένα ζεστό μπάνιο μπορεί επίσης να βοηθήσει, με εξαίρεση την περίπτωση υποθερμίας.
Το Χταπόδι
Το χταπόδι είναι μαλάκιο , κεφαλόποδο με οκτώ πλοκάμια, (απ' όπου και το όνομά του), δίχως καθόλου όστρακο.
Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή (Radula). Το χταπόδι διαθέτει πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα και πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια με σύνθετη δομή, ενώ η όρασή του είναι οξεία. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από 3 καρδιές από τις οποίες οι δύο ωθούν το αίμα στα βράγχια και η τρίτη στο υπόλοιπο σώμα. Η μεταφορά οξυγόνου εξυπηρετείται από την πρωτεΐνη αιμοκυανίνη , η οποία περιέχει χαλκό και έχει γαλάζιο χρώμα. Κατά μήκος των πλοκαμιών το χταπόδι φέρει μικρές βεντούζες που το βοηθούν να παγιδεύει την τροφή του, να κινείται με ευκολία σε όλων των ειδών τις υποβρύχιες επιφάνειες, αλλά και να προσελκύει μικρά όστρακα και πετραδάκια, προκειμένου να καλύψει τη φωλιά (θαλάμι) του. Τα χταπόδια απαντώνται τόσο σε ρηχά όσο και σε πολύ βαθιά νερά.
Το χταπόδι είναι μαλάκιο , κεφαλόποδο με οκτώ πλοκάμια, (απ' όπου και το όνομά του), δίχως καθόλου όστρακο.
Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή (Radula). Το χταπόδι διαθέτει πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα και πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια με σύνθετη δομή, ενώ η όρασή του είναι οξεία. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από 3 καρδιές από τις οποίες οι δύο ωθούν το αίμα στα βράγχια και η τρίτη στο υπόλοιπο σώμα. Η μεταφορά οξυγόνου εξυπηρετείται από την πρωτεΐνη αιμοκυανίνη , η οποία περιέχει χαλκό και έχει γαλάζιο χρώμα. Κατά μήκος των πλοκαμιών το χταπόδι φέρει μικρές βεντούζες που το βοηθούν να παγιδεύει την τροφή του, να κινείται με ευκολία σε όλων των ειδών τις υποβρύχιες επιφάνειες, αλλά και να προσελκύει μικρά όστρακα και πετραδάκια, προκειμένου να καλύψει τη φωλιά (θαλάμι) του. Τα χταπόδια απαντώνται τόσο σε ρηχά όσο και σε πολύ βαθιά νερά.
Το Χελιδονόψαρο
Το χελιδονόψαρο είναι ψάρι των αλμυρών υδάτων. Συγγενεύει με τις ζαργάνες και με το καπόνι και ανήκει στην οικογένεια Εξωτοιτίδων, της τάξης των σκοβρεσοκιμόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Exocoetus volitans . Η ονομασία του προέρχεται από την ικανότητα του να πετά έξω από την επιφάνεια του νερού, σε ύψος περίπου 10 μέτρων, για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Το χειδονόψαρο έχει γριζογάλανο χρώμα στη ράχη του, γκρίζο ανοιχτό στα πλευρά και στην κοιλιά του, γκρίζο ή μαύρο στον θώρακα και γαλάζιο στις άκρες. Έχει μακρόστενο σώμα και διχαλωτή ουρά. Το μήκος του φτάνει τα 30 εκατοστα.Ζει κυρίως στις θερμές θάλασσες,και τρέφεται με πλαγκτόν.
Το χελιδονόψαρο είναι ψάρι των αλμυρών υδάτων. Συγγενεύει με τις ζαργάνες και με το καπόνι και ανήκει στην οικογένεια Εξωτοιτίδων, της τάξης των σκοβρεσοκιμόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Exocoetus volitans . Η ονομασία του προέρχεται από την ικανότητα του να πετά έξω από την επιφάνεια του νερού, σε ύψος περίπου 10 μέτρων, για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Το χειδονόψαρο έχει γριζογάλανο χρώμα στη ράχη του, γκρίζο ανοιχτό στα πλευρά και στην κοιλιά του, γκρίζο ή μαύρο στον θώρακα και γαλάζιο στις άκρες. Έχει μακρόστενο σώμα και διχαλωτή ουρά. Το μήκος του φτάνει τα 30 εκατοστα.Ζει κυρίως στις θερμές θάλασσες,και τρέφεται με πλαγκτόν.
Η Σουπιά
Η σουπιά είναι γένος μαλακιών της τάξης των Σηπιιδών Sepiida ομοταξίας των κεφαλοπόδων. Ανήκει στην τάξη των Δεκαπόδων και απαντάται στις εύκρατες και ζεστές θάλασσες. Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες . Ζει σε βάθος μέχρι 100 μέτρα και αποτελεί εύγευστο μεζέ. Αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων πριν ελαιοχρωματιστούν και (σε σκόνη) για την παραγωγή οδοντόκρεμας. Το πλέον γνωστό είδος είναι η σηπία η φαρμακευτική.
Έχει σώμα ωοειδές , που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων απόχιτίνη . Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Στον κωνικό αγωγό καταλήγουν οι εκκρίσεις από το μελανηφόρο αδένα και τα απορρίμματα του μεταβολισμού. Κάτω από το δέρμα της ράχης η σουπιά έχει το λεγόμενο σουπιοκόκαλο, όπως ονομάζεται το όστρακο του κεφαλοπόδου. Το όστρακο αυτό έχει ασβεστολιθική σύσταση και συγκρατεί ολόκληρο το σώμα, χάρη στο ωοειδές του σχήμα. Επίσης, έχει πόρους γεμάτους οξυγόνο.
Οι σουπιές έχουν δύο βράγχια στην κοιλότητα του μανδύα τους. Με αυτά αναπνέουν. Η καρδιά τους έχει δύο κόλπους , όπου καταλήγουν τα αγγεία που προέρχονται από τα βράγχια, και μία κοιλία. Από την τελευταία διακλαδίζονται η εμπρόσθια και η οπίσθια αορτή.
Γεννούν αυγά που έχουν σφαιρικό σχήμα,τα οποία αποθέτουν σε διάφορα υπολείμματα φυτών. Η διαδικασία της εναπόθεσης γίνεται σε ομάδες.
Οι σουπιές διαθέτουν την ικανότητα να αλλάζουν το χρώμα τους ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Αυτό το πετυχαίνουν με τη συστολή ή διαστολή των χρωματοφόρων αδένων, που διαθέτουν στο μανδύα τους.Επίσης μπορούν να προστατευθούν εκκρίνοντας μελάνι όταν κινδυνεύουν.
Η σουπιά είναι γένος μαλακιών της τάξης των Σηπιιδών Sepiida ομοταξίας των κεφαλοπόδων. Ανήκει στην τάξη των Δεκαπόδων και απαντάται στις εύκρατες και ζεστές θάλασσες. Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες . Ζει σε βάθος μέχρι 100 μέτρα και αποτελεί εύγευστο μεζέ. Αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων πριν ελαιοχρωματιστούν και (σε σκόνη) για την παραγωγή οδοντόκρεμας. Το πλέον γνωστό είδος είναι η σηπία η φαρμακευτική.
Έχει σώμα ωοειδές , που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων απόχιτίνη . Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Στον κωνικό αγωγό καταλήγουν οι εκκρίσεις από το μελανηφόρο αδένα και τα απορρίμματα του μεταβολισμού. Κάτω από το δέρμα της ράχης η σουπιά έχει το λεγόμενο σουπιοκόκαλο, όπως ονομάζεται το όστρακο του κεφαλοπόδου. Το όστρακο αυτό έχει ασβεστολιθική σύσταση και συγκρατεί ολόκληρο το σώμα, χάρη στο ωοειδές του σχήμα. Επίσης, έχει πόρους γεμάτους οξυγόνο.
Οι σουπιές έχουν δύο βράγχια στην κοιλότητα του μανδύα τους. Με αυτά αναπνέουν. Η καρδιά τους έχει δύο κόλπους , όπου καταλήγουν τα αγγεία που προέρχονται από τα βράγχια, και μία κοιλία. Από την τελευταία διακλαδίζονται η εμπρόσθια και η οπίσθια αορτή.
Γεννούν αυγά που έχουν σφαιρικό σχήμα,τα οποία αποθέτουν σε διάφορα υπολείμματα φυτών. Η διαδικασία της εναπόθεσης γίνεται σε ομάδες.
Οι σουπιές διαθέτουν την ικανότητα να αλλάζουν το χρώμα τους ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Αυτό το πετυχαίνουν με τη συστολή ή διαστολή των χρωματοφόρων αδένων, που διαθέτουν στο μανδύα τους.Επίσης μπορούν να προστατευθούν εκκρίνοντας μελάνι όταν κινδυνεύουν.