Η ζέβρα είναι περισσοδάκτυλο θηλαστικο ζώο που ανήκει στις Ιππίδες, συγγενής του αλόγου. Το συνηθέστερο είδος Ζέβρας είναι η Ζέβρα η γνήσια (Equus zebra).
Γενικά, μοιάζει με το άλογο. Το τρίχωμά της είναι άσπρο ή πολύ ανοιχτό κίτρινο με λεπτές μαύρες ραβδώσεις, οι οποίες υπάρχουν και πάνω στην κοντή και όρθια χαίτη της. Έχει μήκος 2,2μ. και ζυγίζει γύρω στα 200 κιλά. Έχει μικρό κεφάλι, αλλά ευκίνητα αυτιά, που στρέφονται σε μεγάλες γωνίες.
Η εγκυμοσύνη της ζέβρας διαρκεί 11-13 μήνες. Τα θηλυκά γεννούν ένα συνήθως μικρό, του οποίου το τρίχωμα είναι κίτρινο, ενώ οι ραβδώσεις του καφετί. Σταδιακά αποκτά το μαυρόασπρο χρώμα των γονιών του. Θηλάζει για 7 μήνες, και απομακρύνεται από την οικογένειά του, μόλις η θηλυκή μείνει πάλι έγκυος.
Το είδος Equus Zebra ζει στην νότια και δυτική Αφρική. Τα άτομα δεν μένουν μόνα τους, αλλά σε αγέλες. Μερικές φορές μάλιστα βόσκουν μαζί με αντιλόπες ή στρουθοκαμήλους για να αντιμετωπίσουν τα σαρκοφάγα αποτελεσματικότερα. Άλλα είδη: Εquus burchelli, που τείνει να εξαφανιστεί τελείως, Equus quaga, που μοιάζει πιο πολύ με άλογο παρά με ζέβρα και Equus grevyi, η μεγαλύτερη απ' όλες.
Γενικά, μοιάζει με το άλογο. Το τρίχωμά της είναι άσπρο ή πολύ ανοιχτό κίτρινο με λεπτές μαύρες ραβδώσεις, οι οποίες υπάρχουν και πάνω στην κοντή και όρθια χαίτη της. Έχει μήκος 2,2μ. και ζυγίζει γύρω στα 200 κιλά. Έχει μικρό κεφάλι, αλλά ευκίνητα αυτιά, που στρέφονται σε μεγάλες γωνίες.
Η εγκυμοσύνη της ζέβρας διαρκεί 11-13 μήνες. Τα θηλυκά γεννούν ένα συνήθως μικρό, του οποίου το τρίχωμα είναι κίτρινο, ενώ οι ραβδώσεις του καφετί. Σταδιακά αποκτά το μαυρόασπρο χρώμα των γονιών του. Θηλάζει για 7 μήνες, και απομακρύνεται από την οικογένειά του, μόλις η θηλυκή μείνει πάλι έγκυος.
Το είδος Equus Zebra ζει στην νότια και δυτική Αφρική. Τα άτομα δεν μένουν μόνα τους, αλλά σε αγέλες. Μερικές φορές μάλιστα βόσκουν μαζί με αντιλόπες ή στρουθοκαμήλους για να αντιμετωπίσουν τα σαρκοφάγα αποτελεσματικότερα. Άλλα είδη: Εquus burchelli, που τείνει να εξαφανιστεί τελείως, Equus quaga, που μοιάζει πιο πολύ με άλογο παρά με ζέβρα και Equus grevyi, η μεγαλύτερη απ' όλες.
Το λιοντάρι (Panthera leo - Πάνθηρ ο λέων) ανήκει στο γένος της οικογένειας των Αιλουρίδων. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αιλουροειδές μετά την τίγρη που υπάρχει σήμερα. Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Ασία που έχει μείνει ένας πληθυσμός στη βορειοδυτική Ινδία που κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου 10.000 χρόνια πριν, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από τη δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το Γιούκον έως το Περού.
Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους. Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.
Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους. Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.
Η τίγρη (θηλ.) ή ο τίγρης (αρσ.) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουρίδων, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Panthera tigris, απαντάται αποκλειστικά στην ασιατική ήπειρο και διακρίνεται σε 9 υποείδη, από τα οποία τα 3 θεωρούνται εξαφανισμένα (βλ. Υποείδη).
Η τίγρη, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης Χαρισματικής Μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη στην υφήλιο, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από κάθετες, σκούρες ραβδώσεις σε κοκκινο-πορτοκαλί υπόστρωμα στην άνω επιφάνεια και, την πιο ανοικτόχρωμη κάτω επιφάνεια του σώματός της.
Eίναι το μεγαλύτερο είδος «γάτας» (Felidae), φθάνοντας σε συνολικό -μαζί με την ουρά- μήκος σώματος μέχρι και 3,3 μέτρα και βάρος έως 306 κιλά. Έχει εξαιρετικά ευμεγέθεις κυνόδοντες, τους μεγαλύτερους από τα αιλουροειδή με ύψος μύλης 74,5 έως και 90 χιλιοστά. Σε ζωολογικούς κήπους, κάποιες τίγρεις έχουν ζήσει για 20 έως 26 έτη, που φαίνεται επίσης να είναι η διάρκεια ζωής τους στην άγρια φύση. Πρόκειται για εξαιρετικά εδαφικό και, σε γενικές γραμμές, μοναχικό ζώο, που συχνά απαιτεί μεγάλα σε έκταση ενδιαιτήματα για να υποστηριχθούν οι απαιτήσεις στη λεία του. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ζει σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Γη, έχει προκαλέσει σημαντικές συγκρούσεις με τον άνθρωπο.
Η τίγρη, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης Χαρισματικής Μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη στην υφήλιο, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από κάθετες, σκούρες ραβδώσεις σε κοκκινο-πορτοκαλί υπόστρωμα στην άνω επιφάνεια και, την πιο ανοικτόχρωμη κάτω επιφάνεια του σώματός της.
Eίναι το μεγαλύτερο είδος «γάτας» (Felidae), φθάνοντας σε συνολικό -μαζί με την ουρά- μήκος σώματος μέχρι και 3,3 μέτρα και βάρος έως 306 κιλά. Έχει εξαιρετικά ευμεγέθεις κυνόδοντες, τους μεγαλύτερους από τα αιλουροειδή με ύψος μύλης 74,5 έως και 90 χιλιοστά. Σε ζωολογικούς κήπους, κάποιες τίγρεις έχουν ζήσει για 20 έως 26 έτη, που φαίνεται επίσης να είναι η διάρκεια ζωής τους στην άγρια φύση. Πρόκειται για εξαιρετικά εδαφικό και, σε γενικές γραμμές, μοναχικό ζώο, που συχνά απαιτεί μεγάλα σε έκταση ενδιαιτήματα για να υποστηριχθούν οι απαιτήσεις στη λεία του. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ζει σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Γη, έχει προκαλέσει σημαντικές συγκρούσεις με τον άνθρωπο.
Τα δελφίνια είναι θαλάσσια θηλαστικά, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τις φάλαινες. Υπάρχουν περίπου 17 γένη δελφινιών και 40 είδη . Η ονομασία αναφέρεται κυρίως στα "γνήσια δελφίνια" της υπο-οικογένειας των Δελφινιδώ, που όμως επεκτείνεται και σε άλλα είδη ("μη γνήσια δελφίνια"), όπως αυτά της οικογένειας των Πλατανιστιδών και των Στενιδών .Το μέγεθος των ενηλίκων ποικίλλει από 1,2 μέτρα και 40 κιλά, όπως το δελφίνι του είδους Maui's Dolphin, μέχρι 9,5 μέτρα και 10 τόνους, όπως η όρκα. Απαντώνται σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου, καθώς και σε ορισμένα μεγάλα ποτάμια, όπως είναι και ο Αμαζόνιος ποταμός Γιάνγκτε της Κίνας. Είναι ζώα σαρκοβόρα και τρέφονται κυρίως με ψάρια και καλαμάρια. Τη νύχτα τα θηλυκά κοιμούνται στην επιφάνεια του νερού, ενώ τα αρσενικά αναδύονται κάθε μισή ώρα για να αναπνεύσουν. Η οικογένεια Δελφινίδες είναι η μεγαλύτερη των Κητωδών και από εξελικτική άποψη σχετικά νέα. Τα δελφίνια εμφανίστηκαν πριν από περίπου δέκα εκατομμύρια χρόνια, κατά το Μειόκενο. Τα δελφίνια θεωρούνται από τα πλέον ευφυή ζώα και έχουν καταστεί δημοφιλή στους ανθρώπους εδώ και πολλούς αιώνες για την παιχνιδιάρικη συμπεριφορά τους και τη φιλική τους εμφάνιση.
Ο Γιγαντιαίος Μυρμηγκοφάγος τρέφεται με μυρμήγκια και τερμίτες. Μόλις εντοπίσει μια μυρμηγκοφωλιά ή τερμιτοφωλιά, χρησιμοποιεί τα δυνατά του μπροστινά πόδια και αιχμηρά νύχια για να ανοίξει ένα μέρος της φωλιάς, χωρίς να την καταστρέψει. Μετά με την μακριά μύτη και κολλώδη γλώσσα του μαζεύει τερμίτες ή μυρμήγκια από την φωλιά τους. Ένας μυρμηγκοφάγος μπορεί να φάει έως και 35.000 μυρμήγκια σε μια μέρα.
Ζει σε σαβάνες με βοσκή, αειθαλή και τροπικά δάση, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο του ψάχνοντας για τροφή. Είναι το μεγαλύτερο από τα 4 είδη μυρμηγκοφάγων που υπάρχουν, φτάνοντας τα 55 κιλά σε βάρος και τα 2μ σε μήκος.
Είναι μοναχικά ζώα. Και τα δύο φύλα υπερασπίζονται την περιοχή τους. Συναντιούνται μόνο για να ζευγαρώσουν. Μετά από κύηση 6 μηνών το θηλυκό γεννά, σε όρθια στάση, ένα τριχωτό μικρό, το οποίο κουβαλάει στην πλάτη για περίπου 9 μήνες και παραμένει μαζί της για περίπου 2 χρόνια. Ωριμάζουν σεξουαλικά σε ηλικία 2,5 - 4 χρονών. Στα Ζωολογικά Πάρκα ζουν έως 30 χρόνια.
Όσον αφορά τα Ενδιαφέροντα στοιχεία τους:
Ζει σε σαβάνες με βοσκή, αειθαλή και τροπικά δάση, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο του ψάχνοντας για τροφή. Είναι το μεγαλύτερο από τα 4 είδη μυρμηγκοφάγων που υπάρχουν, φτάνοντας τα 55 κιλά σε βάρος και τα 2μ σε μήκος.
Είναι μοναχικά ζώα. Και τα δύο φύλα υπερασπίζονται την περιοχή τους. Συναντιούνται μόνο για να ζευγαρώσουν. Μετά από κύηση 6 μηνών το θηλυκό γεννά, σε όρθια στάση, ένα τριχωτό μικρό, το οποίο κουβαλάει στην πλάτη για περίπου 9 μήνες και παραμένει μαζί της για περίπου 2 χρόνια. Ωριμάζουν σεξουαλικά σε ηλικία 2,5 - 4 χρονών. Στα Ζωολογικά Πάρκα ζουν έως 30 χρόνια.
Όσον αφορά τα Ενδιαφέροντα στοιχεία τους:
- Κοιμούνται έως 16 ώρες τη μέρα τυλιγμένοι με την ουρά τους σαν κουβέρτα.
- Η μακριά τους (40εκ) μύτη είναι ένας κοκάλινος σωλήνας που φιλοξενεί μια εντυπωσιακά μακριά, έως 60εκ, κολλώδη γλώσσα η οποία είναι επίσης καλυμμένη με μικροσκοπικές αγκαθωτές προεξοχές.
- Το μήκος της ουράς είναι όσο το σώμα του.
- Οι γιγαντιαίοι μυρμηγκοφάγοι δεν έχουν δόντια.
- Η χαρακτηριστική γραμμή της γούνας παρέχει καμουφλάζ στο μικρό.
Καφέ Αρκούδα
Ζούνε συνήθως σε βουνά και δάση. Τον χειμώνα πέφτουν σε λήθαργο από 2 έως 4 μήνες. Τα θηλυκά γεννάνε κάθε 2η χρονιά ένα ή δύο αρκουδάκια που ζυγίζουν 200 έως 300 γραμμάρια. Τα αρκουδάκια γεννιούνται τον Ιανουάριο ενώ η μητέρα τους βρίσκεται σε κατάσταση χειμέριου λήθαργου. Χωρίς την βοήθεια της μητέρας τους λοιπόν, βρίσκουν τις θηλές όπου θα θηλάσουν ασταμάτητα για έναν μήνα περίπου.
Οι αρκούδες ζυγίζουν από 80 έως και 300 κιλά. Είναι εξαιρετικά έξυπνα ζώα, πολύ δυνατά, διαθέτουν οξεία ακοή και όσφρηση, αλλά φτωχή όραση καθώς δεν βλέπουν παραπέρα από τα 80μ.
Στην Ελλάδα
Έως τον 17ο αιώνα όπου ο πληθυσμός της άρχισε να μειώνεται, η αρκούδα υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα ο συνολικός αριθμός τους υπολογίζεται στα 120 με 160 άτομα και είναι διασκορπισμένες στα όρη της Πίνδου και της Ροδόπης. Είναι ο μεγαλύτερος πληθυσμός αρκούδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς όμως απειλείται σοβαρά και ο αριθμός τους μειώνεται εξαιτίας της καταστροφής του φυσικού τους περιβάλλοντος και του παράνομου κυνηγιού και θανάτωσής τους από τους παραγωγούς των οποίων καταστρέφουν τις καλλιέργειες (φρούτα, κυψέλες). Η κατάστασή του στη φύση θεωρείται ελάχιστης ανησυχίας.
Ζούνε συνήθως σε βουνά και δάση. Τον χειμώνα πέφτουν σε λήθαργο από 2 έως 4 μήνες. Τα θηλυκά γεννάνε κάθε 2η χρονιά ένα ή δύο αρκουδάκια που ζυγίζουν 200 έως 300 γραμμάρια. Τα αρκουδάκια γεννιούνται τον Ιανουάριο ενώ η μητέρα τους βρίσκεται σε κατάσταση χειμέριου λήθαργου. Χωρίς την βοήθεια της μητέρας τους λοιπόν, βρίσκουν τις θηλές όπου θα θηλάσουν ασταμάτητα για έναν μήνα περίπου.
Οι αρκούδες ζυγίζουν από 80 έως και 300 κιλά. Είναι εξαιρετικά έξυπνα ζώα, πολύ δυνατά, διαθέτουν οξεία ακοή και όσφρηση, αλλά φτωχή όραση καθώς δεν βλέπουν παραπέρα από τα 80μ.
Στην Ελλάδα
Έως τον 17ο αιώνα όπου ο πληθυσμός της άρχισε να μειώνεται, η αρκούδα υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα ο συνολικός αριθμός τους υπολογίζεται στα 120 με 160 άτομα και είναι διασκορπισμένες στα όρη της Πίνδου και της Ροδόπης. Είναι ο μεγαλύτερος πληθυσμός αρκούδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς όμως απειλείται σοβαρά και ο αριθμός τους μειώνεται εξαιτίας της καταστροφής του φυσικού τους περιβάλλοντος και του παράνομου κυνηγιού και θανάτωσής τους από τους παραγωγούς των οποίων καταστρέφουν τις καλλιέργειες (φρούτα, κυψέλες). Η κατάστασή του στη φύση θεωρείται ελάχιστης ανησυχίας.
Το πάντα, η αιλουρόποδη αρκούδα γνωστό επίσης ως το γιγαντιαίο πάνταγια να το ξεχωρίζουμε από το μη συγγενικό του κόκκινο πάντα , είναι μία αρκούδα που απαντάται στην κεντροδυτική και νοτιοδυτική Κίνα . Αναγνωρίζεται εύκολα από τις μεγάλες, χαρακτηριστικές μαύρες κηλίδες γύρω από τα μάτια του, τα αφτιά του, και κατά μήκος του στρόγγυλου σώματός του. Αν και κατατάσσεται στην τάξη των Σαρκοφάγων τρέφεται κατά 99% με μπαμπού . Τα πάντα στην φύση σποραδικά τρώνε άλλα είδη φυτών, άγριους βολβούς, ή ακόμα και κρέας με την μορφή πουλιών, τρωκτικών ή ψοφιμιών. Στην αιχμαλωσία(εθνικά πάρκα/ζωολογικοί κήποι), μερικές φορές τρώνε μέλι, αβγά, ψάρια, γλυκοπατάτες, φύλλα θάμνων, πορτοκάλια ή μπανάνες μαζί με το ειδικά παρασκευασμένο φαγητό.
Το γιγαντιαίο πάντα ζει σε λίγα βουνά της κεντρικής Κίνας, κυρίως στην επαρχία Σετσουάν, αλλά και στις επαρχίες Σαανσί και Γκανσού . Ως αποτέλεσμα της εντατικής καλλιέργειας, της αποψιλώσεως των δασών και άλλων εξελίξεων, τα πάντα έχουν οδηγηθεί μακριά από τις πεδινές περιοχές όπου παλαιότερα κατοικούσαν.
Το πάντα είναι είδος σε κίνδυνο. Αναφορά του 2007 έδειξε ότι ζουν 239 πάντα σε αιχμαλωσία εντός της Κίνας και άλλα 27 έξω από την χώρα. Οι εκτιμήσεις του άγριου πληθυσμού ποικίλουν: Μία εκτίμηση έδειξε ότι υπάρχουν γύρω στα 1590 μεμονωμένα πάντα στην άγρια φύση, ενώ μία μελέτη του 2006 μέσω ανάλυσης του DNA υπολόγισε ότι αυτός ο αριθμός πρέπει ναι είναι από 2000 μέχρι 3000. Κάποιες αναφορές επίσης δείχνουν ότι ο αριθμός των πάντα στη φύση αυξάνεται. Ωστόσο, η IUCN δεν πιστεύει ότι υπάρχει αρκετή σιγουριά ακόμη, για να ανακατατάξει το είδος από κινδυνεύον σε ευάλωτο.
Το γιγαντιαίο πάντα ζει σε λίγα βουνά της κεντρικής Κίνας, κυρίως στην επαρχία Σετσουάν, αλλά και στις επαρχίες Σαανσί και Γκανσού . Ως αποτέλεσμα της εντατικής καλλιέργειας, της αποψιλώσεως των δασών και άλλων εξελίξεων, τα πάντα έχουν οδηγηθεί μακριά από τις πεδινές περιοχές όπου παλαιότερα κατοικούσαν.
Το πάντα είναι είδος σε κίνδυνο. Αναφορά του 2007 έδειξε ότι ζουν 239 πάντα σε αιχμαλωσία εντός της Κίνας και άλλα 27 έξω από την χώρα. Οι εκτιμήσεις του άγριου πληθυσμού ποικίλουν: Μία εκτίμηση έδειξε ότι υπάρχουν γύρω στα 1590 μεμονωμένα πάντα στην άγρια φύση, ενώ μία μελέτη του 2006 μέσω ανάλυσης του DNA υπολόγισε ότι αυτός ο αριθμός πρέπει ναι είναι από 2000 μέχρι 3000. Κάποιες αναφορές επίσης δείχνουν ότι ο αριθμός των πάντα στη φύση αυξάνεται. Ωστόσο, η IUCN δεν πιστεύει ότι υπάρχει αρκετή σιγουριά ακόμη, για να ανακατατάξει το είδος από κινδυνεύον σε ευάλωτο.
Κοάλα
Το κοάλα (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους - Phascolarctos cinereus) είναι μασιποφόρο ζώο που ζει στην Αυστραλία , μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας φασκολαρκτίδες.
Το κοάλα απαντάται σε ολόκληρη την ανατολική ακτή της Αυστραλίας, από την Αδελαϊδα μέχρι το νότιο τμήμα της χερσόνησου Γιουπ Γονκ, και στην ενδοχώρα σε βάθος που εξαρτάται από την παρουσία βροχών που μπορούν να συντηρήσουν δάση ευκαλύπτου , τα φύλλα του οποίου αποτελούν και την αποκλειστική τροφή του. Τα Κοάλα της νότιας Αυστραλίας εξοντώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ο πληθυσμός του είδους ανανεώθηκε σε κάποιο βαθμό. Σήμερα τα κοάλα είναι σχεδόν απειλούμενο είδος .
Κατά τις αρχές του 20ού αιώνα το κοάλα κυνηγήθηκε μέχρι εξαφάνισης, κυρίως για τη γούνα του. Στα πρόσφατα χρόνια, κάποιες αποικίες χτυπήθηκαν σοβαρά από ασθένειες, ιδιαίτερα από τα χλαμύδια. Τα κοάλα χρειάζονται μεγάλες και υγιείς δασώδεις περιοχές, και ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις μέσω των διαδρόμων των δέντρων, σε αναζήτηση νέων περιοχών και συντρόφων. Ο ολοένα αυξανόμενος ανθρώπινος πληθυσμός στις παράκτιες περιοχές συνεχίζει να κόβει τους διαδρόμους αυτούς με την αγροτική και οικιστική ανάπτυξη, τη δασοπονία και την κατασκευή δρόμων, αφήνοντας τις αποικίες των κοάλα σε όλο και θαμνώδεις περιοχές που όλο και μειώνονται.
Κοάλα σε πάρκο του Κουήνσλαντ, Αυστραλία.
Τα κοάλα ζουν σε 4 αυστραλιανές πολιτείες. Υπό την πολιτειακή νομοθεσία, το είδος χαρακτηρίζεται ως "τρωτό" στη βιόσφαιρα (Bioregion) του νοτιανατολικού Κουήνσλαντ (South East Queensland) και στη Νέα Νότια Ουαλία (New South Wales) και "σπάνιο" στη Νότια Αυστραλία. Η εθνική κατάσταση του είδους τελεί υπό αναθεώρηση. H IUCN κατατάσσει το είδος στα σχεδόν απειλούμενα.
Το κοάλα (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους - Phascolarctos cinereus) είναι μασιποφόρο ζώο που ζει στην Αυστραλία , μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας φασκολαρκτίδες.
Το κοάλα απαντάται σε ολόκληρη την ανατολική ακτή της Αυστραλίας, από την Αδελαϊδα μέχρι το νότιο τμήμα της χερσόνησου Γιουπ Γονκ, και στην ενδοχώρα σε βάθος που εξαρτάται από την παρουσία βροχών που μπορούν να συντηρήσουν δάση ευκαλύπτου , τα φύλλα του οποίου αποτελούν και την αποκλειστική τροφή του. Τα Κοάλα της νότιας Αυστραλίας εξοντώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ο πληθυσμός του είδους ανανεώθηκε σε κάποιο βαθμό. Σήμερα τα κοάλα είναι σχεδόν απειλούμενο είδος .
Κατά τις αρχές του 20ού αιώνα το κοάλα κυνηγήθηκε μέχρι εξαφάνισης, κυρίως για τη γούνα του. Στα πρόσφατα χρόνια, κάποιες αποικίες χτυπήθηκαν σοβαρά από ασθένειες, ιδιαίτερα από τα χλαμύδια. Τα κοάλα χρειάζονται μεγάλες και υγιείς δασώδεις περιοχές, και ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις μέσω των διαδρόμων των δέντρων, σε αναζήτηση νέων περιοχών και συντρόφων. Ο ολοένα αυξανόμενος ανθρώπινος πληθυσμός στις παράκτιες περιοχές συνεχίζει να κόβει τους διαδρόμους αυτούς με την αγροτική και οικιστική ανάπτυξη, τη δασοπονία και την κατασκευή δρόμων, αφήνοντας τις αποικίες των κοάλα σε όλο και θαμνώδεις περιοχές που όλο και μειώνονται.
Κοάλα σε πάρκο του Κουήνσλαντ, Αυστραλία.
Τα κοάλα ζουν σε 4 αυστραλιανές πολιτείες. Υπό την πολιτειακή νομοθεσία, το είδος χαρακτηρίζεται ως "τρωτό" στη βιόσφαιρα (Bioregion) του νοτιανατολικού Κουήνσλαντ (South East Queensland) και στη Νέα Νότια Ουαλία (New South Wales) και "σπάνιο" στη Νότια Αυστραλία. Η εθνική κατάσταση του είδους τελεί υπό αναθεώρηση. H IUCN κατατάσσει το είδος στα σχεδόν απειλούμενα.
Το Κουνέλι
Η λέξη κουνέλι δεν είναι όρος της συστηματικής βιολογίας . Χρησιμοποιείται για αυτά τα είδη διάφορων γενών , που μοιάζουν με το ευρωπαϊκό κουνέλι, ενώ τα άλλα είδη των γενών αυτών ονομάζονται λαγός ή πίκα. Γιαυτό το λόγο το ταξινομοπλαίσιο στην δεξιά πλευρά δεν ορίζει τα κουνέλια, αλλά μόνο απαριθμεί τα γένη, που μεταξύ άλλων περιέχουν είδη, τα οποία ονομάζονται κουνέλια, δηλαδή στα αγγλικά rabbits.
Το κουνέλι (αρχ. κόνικλος) είναι μικρό θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών (Leporidae), που ζουν σε πολλά σημεία του κόσμου. Υπάρχουν επτά διαφορετικά γένη στην οικογένεια. στα οποία ταξινομούνται τα κουνέλια, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Κουνελιού(αγριοκούνελο - Oryctolagus cuniculus), του Συλβίλαγου (γένος Sylvilagus; 13 είδη), και τουΛαγού Amami (Pentalagus furnessi, ένα είδος υπό εξαφάνιση στο Amami Oshima, Ιαπωνία). Υπάρχουν πολλά ακόμα είδη κουνελιών, τα οποία, μαζί με το Συλβίλαγο, το πίκα (pika, λαγόμορφο θηλαστικό της Ασίας) και το λαγό σχηματίζουν την τάξη Lagomorpha.
Γενικά, τα κουνέλια ζουν για περίπου 4-10 έτη. Έχουν μήκος σώματος από 40-50 εκατ. του μέτρου, κοντή ουρά, τρίχες δέρματος παχιές με διάφορα χρώματα, που ποικίλουν ανάλογα με τη φυλή, αυτιά μακρυά και πόδια με νύχια.
Αναπαραγωγή:
* Τα αρσενικά πρέπει να τα κρατάτε σε χωριστά κλουβιά.
* Πρέπει πάντοτε να βάζετε τα θηλυκά στον κλωβό του αρσενικού. Αν το ζευγάρωμα είναι επιτυχές, το αρσενικό πέφτει κάτω.
* Αν το θηλυκό δεν είναι έτοιμο για ζευγάρωμα, θα προσπαθήσει να το σκάσει.
* Αν τα ζώα δεν ζευγαρώσουν, αφήστε το θηλυκό στον κλωβό του αρσενικού για τις επόμενες 5-6 μέρες.
* Τα θηλυκά είναι πιο παραγωγικά την άνοιξη, το καλοκαίρι και στις αρχές του φθινοπώρου.
*Τους χειμωνιάτικους μήνες το ζευγάρωμα δεν συνιστάται λόγω κρύου.
*Η εγκυμοσύνη διαρκεί ένα μήνα περίπου.
Η λέξη κουνέλι δεν είναι όρος της συστηματικής βιολογίας . Χρησιμοποιείται για αυτά τα είδη διάφορων γενών , που μοιάζουν με το ευρωπαϊκό κουνέλι, ενώ τα άλλα είδη των γενών αυτών ονομάζονται λαγός ή πίκα. Γιαυτό το λόγο το ταξινομοπλαίσιο στην δεξιά πλευρά δεν ορίζει τα κουνέλια, αλλά μόνο απαριθμεί τα γένη, που μεταξύ άλλων περιέχουν είδη, τα οποία ονομάζονται κουνέλια, δηλαδή στα αγγλικά rabbits.
Το κουνέλι (αρχ. κόνικλος) είναι μικρό θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών (Leporidae), που ζουν σε πολλά σημεία του κόσμου. Υπάρχουν επτά διαφορετικά γένη στην οικογένεια. στα οποία ταξινομούνται τα κουνέλια, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Κουνελιού(αγριοκούνελο - Oryctolagus cuniculus), του Συλβίλαγου (γένος Sylvilagus; 13 είδη), και τουΛαγού Amami (Pentalagus furnessi, ένα είδος υπό εξαφάνιση στο Amami Oshima, Ιαπωνία). Υπάρχουν πολλά ακόμα είδη κουνελιών, τα οποία, μαζί με το Συλβίλαγο, το πίκα (pika, λαγόμορφο θηλαστικό της Ασίας) και το λαγό σχηματίζουν την τάξη Lagomorpha.
Γενικά, τα κουνέλια ζουν για περίπου 4-10 έτη. Έχουν μήκος σώματος από 40-50 εκατ. του μέτρου, κοντή ουρά, τρίχες δέρματος παχιές με διάφορα χρώματα, που ποικίλουν ανάλογα με τη φυλή, αυτιά μακρυά και πόδια με νύχια.
Αναπαραγωγή:
* Τα αρσενικά πρέπει να τα κρατάτε σε χωριστά κλουβιά.
* Πρέπει πάντοτε να βάζετε τα θηλυκά στον κλωβό του αρσενικού. Αν το ζευγάρωμα είναι επιτυχές, το αρσενικό πέφτει κάτω.
* Αν το θηλυκό δεν είναι έτοιμο για ζευγάρωμα, θα προσπαθήσει να το σκάσει.
* Αν τα ζώα δεν ζευγαρώσουν, αφήστε το θηλυκό στον κλωβό του αρσενικού για τις επόμενες 5-6 μέρες.
* Τα θηλυκά είναι πιο παραγωγικά την άνοιξη, το καλοκαίρι και στις αρχές του φθινοπώρου.
*Τους χειμωνιάτικους μήνες το ζευγάρωμα δεν συνιστάται λόγω κρύου.
*Η εγκυμοσύνη διαρκεί ένα μήνα περίπου.